ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΑΤΙΡΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ Β (*)
Στο ανάθεμα, στο ανάθεμα να πάνε
Όλοι όσοι φιλοπόλεμοι προδότες
Το αίμα των παιδιώνε μας ζητάνε,
Και του Έθνους όλου τους τιμίους ιδρώτες.
Μα τι… κι αυτό το Έθνος το αμποδάνε
Στον κρεμνό! Πατριώτες Ισκαριώτες
Εσείς να πάτε οι Τούρκοι να σας φάνε·
Εχθροί, τύραννοι, δόλιοι συνωμότες,
Δώστε και σεις ψευτοήρωες μια ρανίδα
Από το απαίσιον αίμα το δικό σας,
Σεις πό’χετε στο στόμα την Πατρίδα,
Και στην καρδιά τον άθλιο εγωισμό σας,
Μα σεις δεν έχετε άλλη επιθυμία,
Παρά του γείτονά σας τη ζημία!...
Ανδρέας Λασκαράτος
Ω, γελάστε, γελαστάδες!
Τρισγελάστε, ω γελαστάδες!
Οι γελούμενοι γελώντας
γελοζούνε γελουργώντας,
ω γελάστε γελωδώς!
Ω, επιγέλειων γελασμάτων
γέλιο γελαστί γελώντων!
Γέλα, ω γέλα, καταγέλα,
γέλιο καταγελαζόντων!
Γελουργία, γελουργία,
αναγέλια, περιγέλια,
γελαστές, γελαστές
γελαστάκηδες
Ω, γελάστε, γελαστάδες!
Τρισγελάστε, ω γελαστάδες!
Βελιμίρ Χλέμπνικοφ
[ μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος]
Στο ξενοδοχείο Macedonia
πλάγιασα σε μεταξωτά σεντόνια
είχανε και μεταξωτές κουβέρτες
κι είπα: φέρτες.
Είπα και στη ρεσεψιονίστα
πως μ’ έπιασε μεγάλη νύστα.
Θέλω άνεση σουίτας
είμαι ποιητής της ήττας.
Είμαι γενιά του Αργυρίου
(ρίου ρίου κι αντιρίου)
συνάδελφος του Κουλουφάκου
και κάτσε κι άκου…»
Μανούσος Φάσης (Μανώλης Αναγνωστάκης) (**)
Νεότερα από τον ποιητή Ευμένη
Μόλις ξεπεράσω το ρίγος των δικών μου ποιημάτων
θα ασχοληθώ με τον κόσμο των πραγμάτων.
Θ’ ανοίξω γράμματα, θα ξεφυλλίσω βιβλία —
ανεξάντλητο απόθεμα για ειρωνεία.
θα ασχοληθώ με τον κόσμο των πραγμάτων.
Θ’ ανοίξω γράμματα, θα ξεφυλλίσω βιβλία —
ανεξάντλητο απόθεμα για ειρωνεία.
Μακάρι να διέθετα περισσότερη ασέλγεια.
Εισπράττω μόνο του στιχουργού τα δικαιώματα
φαγώθηκα με τις παρομοιώσεις και τα χρώματα
μα υπελείφθην, λένε, σε ποιητική ενέργεια.
φαγώθηκα με τις παρομοιώσεις και τα χρώματα
μα υπελείφθην, λένε, σε ποιητική ενέργεια.
Ασφαλώς, έχω στην τέχνη κάποια σημασία.
Στις κρίσεις μου γενικά επιδεικνύω ανοχή
Τι ν’ απαντήσω: αντιδώρημα ή αντιπαροχή;
Οι αφιερώσεις μού προξενούν αμηχανία.
Τι ν’ απαντήσω: αντιδώρημα ή αντιπαροχή;
Οι αφιερώσεις μού προξενούν αμηχανία.
Ποιητής των αχράντων μας των μυστηρίων
(καθόλου τυχαία, κύριοι, η περίπτωσή μου)
αδικήθηκα φριχτά από τη νεύρωσή μου.
Εγώ, λογιστής απλώς των ερειπίων;
αδικήθηκα φριχτά από τη νεύρωσή μου.
Εγώ, λογιστής απλώς των ερειπίων;
Να βρω έναν στίχο που δεν τον έχουν περπατήσει
— δεν με αποθαρρύνει της συνθέσεως η βραδύτης.
Η υψηλή έμπνευσή μου θα μιλήσει.
Είναι καλύτερος από μένα ο Ελύτης;
Μάριος Μαρκίδης
Τ' ωραιότερο τραγούδι αγάπης στον κόσμο
Το στήθος σου
το σχεδόν αγορίστικο στήθος σου
το λευκό σαν τοπίο χιονισμένο στήθος σου
έτσι προβάλλει καθώς ξεκουμπώνεσαι
σα δρόμος της Μόσχας
πού
κουρελής
και στρεκλώντας
μεθυσμένος παλιάτσος
ο Καραντάς
στο ‘να χέρι το στραπατσαρισμένο καπέλο του
στ’ άλλο ένα τριαντάφυλλο
κόκκινο
τριαντάφυλλο της φωτιάς
τριαντάφυλλο του αίματος
τριαντάφυλλο του ερωτά
τριαντάφυλλο της επανάστασης
το
εναποθέτει στο ντεκολτέ σου.
το σχεδόν αγορίστικο στήθος σου
το λευκό σαν τοπίο χιονισμένο στήθος σου
έτσι προβάλλει καθώς ξεκουμπώνεσαι
σα δρόμος της Μόσχας
πού
κουρελής
και στρεκλώντας
μεθυσμένος παλιάτσος
ο Καραντάς
στο ‘να χέρι το στραπατσαρισμένο καπέλο του
στ’ άλλο ένα τριαντάφυλλο
κόκκινο
τριαντάφυλλο της φωτιάς
τριαντάφυλλο του αίματος
τριαντάφυλλο του ερωτά
τριαντάφυλλο της επανάστασης
το
εναποθέτει στο ντεκολτέ σου.
Θεόδωρος Μπασιάκος
__________________________
θα σου φτιάξω ένα απεργιακό μπλοκ
με συνθήματα, ντουντούκες, φασαρία
θα βάλω να παίζει και Ξυλούρης
στην απεργιακή συγκέντρωση
για τις εξορμήσεις μες στις γειτονιές
στους χώρους εργασίας
θα σου γράψω μια προκήρυξη
που θα ζήλευε ακόμα και ο Μαρξ
πολλά θα κάνω και θα δείξω
αλλά τίποτα από αυτά δεν θα 'χει σημασία
εάν εσύ δεν απεργήσεις
και προτιμήσεις τον καφέ
σε μία καφετέρια που δεν πληρώνει
τους μπαρίστα
Ειρηναίος Μαράκης
Γιαούρτι ακατέβατο
Κοιτᾶ νά δεῖς ποιόν βρῆκαν νά μοῦ συστήσουν μεσάνυχτα. Τόν Δημήτρη Εὐθυμίου.
Ὁ Δημήτρης Εὐθυμίου εἶμαι ἐγώ.
Ἐκτός ἄν κάνω λάθος.
Μιά ἄλλη μορφή τοῦ εἶναι καί φαίνεσθαί μου.
Ἕνα ἄλλο ἴδιο βλαμμένο ἀπ' τήν πρόσκαιρη ἀθανασία ἐπίπεδο ὕπαρξης, στό ὄνομά μου.
Πού σίγουρα, δέν θά ὑπῆρχε ὡς τέτοιο, προφανῶς θά ἔλειπε.
Εἶμαι στήν τσίλια.
Οἱ συνονόματοι οἱ θεωρητικοί
κι οἱ συγγενεῖς καραδοκοῦν.
Σέ λίγο θά μοῦ συστήσουν τόν ἑαυτό μου
πραγματικό! Βοήθεια, ἐξωγήινοι
ἄν μέ ἀκοῦτε: ποιός πρόκειται
νά εἶμαι ἐγώ λοιπόν σ' αὐτή τήν ἱστορία;
Συμπαραστέκομαι στό δίκαιο ἀγῶνα σου ἀνθρωπάκο. Ἐαυτέ μου.
Ἐκεῖ πού κλεφτά πᾶς νά περάσεις τό δρόμο,
τό δρόμο μέ τά αὐτοκίνητα.
Ἐκεῖ πού κλεφτά πᾶς νά ἀπολαύσεις.
Τό ἄνθος τῆς κοιλίας, τό ἄνθος.
Διψῶντας γιά ὁλόκληρο τόν οὐρανό
Διψῶντας γιά ὁλόκληρο τόν οὐρανό
πού σοῦ ἀνήκει.
Καί σοῦ λείπει...
Γιατί εἶσαι ἀνθρωπάκος.
Ἐκεῖ πού σίγουρα θά ἤσουν κάτι ἄλλο.
Θά ἤσουν ἄρχων τοῦ σύμπαντος!
Ἤτοι τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἐξόριστε.
Θέλω νά ἐγκαινιάσω τό μνημεῖο σου,
θέλω νά θαυμάσω τό ἄγαλμα,
θέλω μέ πύρινους λόγους
καί μαλακισμένες ρητορεῖες
πού φωνάζουν, νά ἀποτίσω τιμές.
Νά καθρεφτιστῶ.
Κι ὕστερα μαζί θά περιμένουμε
τά περιστέρια. Να' ρθοῦν.
Καί μετά θά 'ρθουν τά περιστέρια,
κι αἰώνια
νά κουτσουλᾶνε πάνω του.
Τζίμης Ευθυμίου
Εrection
Nα βγει, λέει, ο άντρας σου, ο γελαδάρης
Του κόσμου ο καινούργιος μακελάρης
Κι εσύ, απαστράπτουσα Μελάνια
Να σβήνεις με στηθόδεσμο τα δάνεια…
Ψηλή κι ωραία στη σιλικόνη σου
Να στήσεις κάπου την αγχόνη σου
Και να κρεμάς καουμπόηδες λεχρίτες
Αρχίζοντας από τους τραπεζίτες.
Και πρώτο να ξεφορτωθείς το γελαδάρη
Που στον καιρό του πια, σωστό θρεφτάρι
Με τη μεγάλη οικονομική επιφάνεια
―Απ’ τον ιδρώτα των φτωχών, Μελάνια―
Και το αχυρένιο αντιπαθητικό μαλλί·
Ιέρεια πλαστική κι ερωτική!
Ονείρωξη, απ’ τη μακρινή Αμερική…
Ντέμης Κωνσταντινίδης
Κονσερβοποίηση
Αντιστάθηκαν, μα στην πορεία
Ξεπουλήθηκαν στην εταιρεία.
Βρήκαν βολική δικαιολογία
Ξεμπερδέψαν κι από απεργία.
Η εταιρεία ξέρει όλους τους τρόπους
Έχει τους δικούς της τους ανθρώπους
Μάτια και αυτιά σ’ όλα τα πόστα
Όταν πάρει βράση η κομπόστα…
«Τώρα όλοι τα κεφάλια μέσα
Για να δέσει ωραία η μπουγιαμπέσα!»
Η διεύθυνση, αυτή η παλιομετραίσσα
Τους πιέζει τα κεφάλια μες στην πρέσα.
Στάμπα επίσημη, απαραιτήτως
Θυρεό στο κούτελο ή στο στήθος
Να τον φέρει πρέπει υπερηφάνως
Στο τελάρο του ο κάθε χάνος.
Τις συμβάσεις τους -μ’ αίμα παρθένας!-
Υπογράψαν όλοι, μα ένας ένας…
Ιστορίες ιπποτών οι εναντιώσεις
Που θα θέλεις δυο μηνιάτικα να εκδώσεις.
Ντέμης Κωνσταντινίδης
Κόσμος άτιμος και θρασύς
που σε κοιτά στα μάτια
μόνο σαν είναι για να ιδεί
τί θα σου πάρει τσάμπα.
Σου πιάνει τη συζήτηση
και σου λυγά τη μέση
μόνο την άκρη για να βρει,
τον παίρνει να σε κλέψει;
Με διατριβή στη διαστροφή
παρανοώντας λέξεις
με το συμφέρον γνώμονα
στη λούμπα τους να πέσεις.
Σα δεύτερη του βάφτιση
με όρκο η ατιμία
που έδωσε για συμβόλαιο
σ' ένοχη κοινωνία.
Διέστρεψε τ' αυτονόητα
και έμαθε στο λάθος
σαν του θυμίζεις ποια είν' αυτά
σου λένε "μα τί θράσος!"
Σαν για πολιτικούς μιλούν
και κράζουν "οι αλήτες!"
βάζουν στο νου πώς θα γεννούν
κι οι ίδιοι λωποδύτες!
Φαίη Ρέμπελου
"Λεφτά υπάρχουν"
στων φορολογούμενων
τα πορτοφόλια.
Γεράσιμος Μοσχόπουλος
-Που ‘ναι τα γλυκά;
-Μετανάστευσαν μέσα
στο στομάχι μου!
Γεράσιμος Μοσχόπουλος
Λιγάκι ποτό
παραπάνω και παίρνω
νέο συκώτι.
Γεράσιμος Μοσχόπουλος
Οι πεθερές (***)
Όπου βρεθώ κι όπου σταθώ για πεθερές μιλάνε.
Οι κατηγόριες κ' οι μπομπές σαν το νερό κυλάνε.
Άλλος τις λέει φάλαινες, άλλος τις λέει φώκιες
άλλος πως είν' η γλώσσα τους, του σταυρωτή οι πρόκες.
Και τι δεν είπανε γι' αυτές τις μάνες τις καημένες
που πάντοτε αισθάνονται πως είν' αδικημένες
Λένε πως μες στ' αντρόγυνα εκπέμπουνε παράσιτα
κι είναι τα λόγια τους καυτά, χοντρά πηχτά κι αμάσητα.
Λένε πως είναι ύαινες, διάβολοι δίχως κέρατα
που πάντα κάνουνε κακό, σ' όλης της γης τα πέρατα.
Αλλά εγώ δεν συμφωνώ, κακό δεν μου 'χει κάνει
πριν παντρευτώ την κόρη της, αυτή είχε πεθάνει!
Κώστας Νικολάου
Ο κυρ-Γιωργής και το γαϊδούρι του
Ο κυρ-Γιωργής ο Κουραμπιές
-ας ήταν άνθρωπος φτωχός-
ήξερε τι ζητούσε.
Τι γίνεται τριγύρω του,
τι λεν' οι εφημερίδες
ποτέ δεν εκοιτούσε.
Ήταν πολύ φιλήσυχος, γεμάτος καλωσύνη
και μόνο στα δυο χέρια του είχε εμπιστοσύνη.
Στον καφενέ που πήγαινε με προσοχή μιλούσε,
μόνο τον επιούσιο απ' τη ζωή ζητούσε.
Ο κυρ-Γιωργής ο Κουραμπιές μονάχος του εζούσε
μ' ένα γαϊδούρι συντροφιά, που τόσο αγαπούσε.
Ήτανε ξύπνιο ζωντανό.
Περνούσε την παλιοζωή
λίγο σανό μασώντας.
"Μόν' η μιλιά του λείπει",
μονολογούσε ο κυρ-Γιωργής
καλόκαρδα γελώντας.
"Σαν τρώει το φαγάκι του
κοιμάται ύπνον ελαφρό
κι εγώ τον κάνω χάζι.
Το ταπεινό μου ζωντανό
δεν ξέρει τι είναι το κακό...
Αλήθεια πως μου μοιάζει!..."
Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος
(*) Πρόκειται για το δεύτερο μέρος της ανθολογίας, που περιλαμβάνει λίγους παλιότερους και κυρίως νεότερους ποιητές. Η ανθολογία έχει ως αφορμή δύο ραδιοφωνικές εκπομπές, που μεταδόθηκαν στον Επικοινωνία 94 FM, στα πλαίσια της εκπομπής Go On. Όλα τα ποιήματα της ανθολογίας έχουν διαβαστεί στην εκπομπή εκτός από το τελευταίο ποίημα του Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου.
(**) Πρόκειται για ένα από τα ποιήματα, που κυκλοφόρησε ο Μανώλης Αναγνωστάκης σε βιβλίο με τίτλο "Τα ποιήματα του Μανούσου Φάση".
(***) Το ποίημα αλιεύτηκε από το blog "Λόγος και τέχνη" του Κωνσταντίνου Κοκολογιάννη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου