ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ
Για τη Μαίρη
με τα μάτια τα ταξιδιάρικα,
π' αγνάντευαν στις βίδες των πινόκιο
μια σιδερένια θάλασσα,
γεμάτη σπασμένα ξύλινα βλέφαρα,
ξεθωριασμένες εικόνες αγίων
και ναυάγια βλέμματα
- όλες δηλαδή
τις στοιχισμένες παρενέργειες
από δήθεν στιγμές ευτυχισμένες
Για τη Μαίρη
που 'παιζε το πιάνο στα δάχτυλα,
με δύναμη, μ' απίστευτη δύναμη,
ανήμπορη όμως να σκεπάζει
το τρίξιμο των δοντιών της
τις παγερά καλοκαιρινές νύχτες,
όταν έντρομη νόμιζε
ότι τίποτε πια δεν την τρόμαζε
Για τη Μαίρη
π' άφηνε τα δέντρα
να της χαράζουν τ' αρχικά τους,
μα δεν επέτρεπε ποτέ να την έχουν
αυτοί που ήθελαν τα πάντα δικά τους
και στριφογύριζε στις γειτονιές των ομήρων
σε καθεστώτα δήθεν ονείρων,
σβήνοντας χαμόγελα απρόσωπα,
ζωγραφισμένα χαμόγελα
σ' αδιάφορα πρόσωπα.
Για τη Μαίρη
που τα σημαντικότερα έμαθε
από συνθήματα σε τοίχους,
από πανό σηκωμένα,
από αποσπάσματα κομμένα,
εφημερίδων
από εκείνο το απόλυτα λευκό
των χιλιάδων, σκισμένων, σχολικών σελίδων
κι αφού παρέδωσε μελανά αποτυπώματα
βίαια έσβησε
στο βυθό μιας λίμνης ξεραμένης
έχοντας το βλέμμα της πνιγμένης
σε μιαν αόρατη αγχόνη
ένα βλέμμα
που διακρίνει κανείς ακόμη
όταν πλησιάζουν μεταξύ τους
δυο συγκεκριμένα σώματα
Νίκος Δανέζης
Οδυρμός
Μακρόπνοη σιωπή
τουτέστιν ανακοίνωση
Ελιγμός
εθεάθη ζωντανή
Εμπαιγμός
ακολούθα τη γραμμή
Μαα δε μπορώ,
έκλαψα
σιωπώ
και φταίω
μάντεψα
και
θαρρώ μίλησα.
Τρόμος
θάψτε τη
Νόμος
είναι μικρή(;)
Λόγος
εκλαΐκευση
Τόπος
μπουντρούμι
Μαα δε μπορώ,
με θάψαν
σιωπούν
και φταίνε
με κλάψαν
και
θαρρώ τόλμησα.
Άτομο
ποταπή
Άτοπο
κελί
“Αυθόρμητη”
ζωή
προϋπόθεση
δεντρί
προδιάθεση
κλαδί
δημιουργία συγκεκριμένη
φαντασία λογοκριμένη
επικοινωνία λογοκομένη
ύπαρξη
καμία
ζόφος
ψυχής
ελευθερία
η στιγμή
που δε σταμάτησα
αμάρτησα
και θα φάω
“πίστεψα”
θα φαγωθώ
νόστιμα
φαγώθηκα
ωμή
Ωμή και θα γίνω
χημικό πτηνό
ασυγχώρητα
ασυχώρετο
το κύκνειο άσμα
σας κράζει
παραδειγματικά
πραγματικά
γαμω-κομποσκοίνια
“κοτέτσι!”
“Αληθινά”
γιατί έτσι
η γεύση
χιονίζει
δίχως χάρη
τη χαραυγή
παιδάκια
αγγελούδια
στο μισοφώς
ύπουλος
κυνηγός
και
“βασιλέας”;
Στο
γλέντι
θα τα πιώ μοναχή
τα σκουπίδια ανθίζουν
μέσα στη σαπίλα
όταν νιώθουν
έδαφος ουρανό
γατίσια ματιά
στα ψυχρά.
Στο
γλέντι
θα τα πω μοναχή
οι εφιάλτες γεμίζουν
το
αγαπημένο χρώμα
όταν δίνουν
τριαντάφυλλο
τη δωδέκατη ώρα
στη τύφλα
τι
ψυχή
σύντροφη
εθεάθη
ελπίδα
ανακυμματιζόμενη
ονειροπαγίδα
και
“ασθενική”
πεδιάδα
Έλενα Δήμητσα
Όλα θα πάνε καλά
Κάθε μέρα φωνάζω στον εαυτό μου:
«είμαι καλά, όλα θα πάνε καλά»
Γιατί όταν γκρινιάζω το μυαλό μου γεμίζει φωνές κι ακούω κάποιον να μου λέει:
Έλα μ’ ακούς;
Κωπηλατώ σε μία βάρκα για να φύγω απ’ την εμπόλεμη ζώνη
τ’ αδέρφια μου πεθαίνουν κάθε λίγο
κάθε δευτερόλεπτο που περνάει μένουμε και λιγότεροι
ο χάρτης θυμίζει χαρτοπετσέτα με αίμα
από πολιτικούς που φύσηξαν τη μύτη τους πάνω μου
και επιτέλους, φτάνω στην Ευρώπη
έχω πνιγεί, μα δεν το ξέρω
ένα χέρι με τραβάει στην επιφάνεια και με σώζει
κι όταν του λέω ευχαριστώ
με πετάει σ’ ένα μπουντρούμι και μου λέει:
«Εδώ θα ζήσεις την ειρήνη που ονειρεύτηκες»
κι εγώ φωνάζω δυνατά για να μ’ ακούσει:
«Όλα θα πάνε καλά»
Προσπαθώ να δραπετεύσω
μα τα όπλα τους με σημαδεύουνε
τρώω μια σφαίρα και πεθαίνω
ξεφεύγω από τις σφαίρες
και πάλι πεθαίνω
αυτή τη φορά πιο αργά
πεθαίνω
κάθε μέρα κι ένας θάνατος
που ονομάζω «άλλη μια μέρα ζωής»
να είμαι αναλώσιμος
να μπλέκω
να κλέβω για να ζήσω
να πουλάω ναρκωτικά και να παίρνω κι ο ίδιος
να γίνομαι πουτάνα στις πολιτισμένες χώρες
για να φάω θα πρέπει να με γαμήσουν
να χύσουν την αγάπη τους παντού πάνω στο σώμα μου
και το χώμα λίγο λίγο να καλύπτει την ψυχή μου
να μου μιλάνε για δουλειές της προκοπής
να μου βγάζουνε πλαστό διαβατήριο
και οι συνεντεύξεις που κάνω για δουλειά
να γίνονται σε διαμερίσματα γεμάτα κάμερες
που με βιάζουν αλλεπάλληλα
αλλεπάλληλα! αλλεπάλληλα!
όλοι εκείνοι που πριν λίγο μου χαμογελούσαν και μου λέγανε:
«Θα δεις, όλα θα πάνε καλά».
Κάθε οργασμός τους με σκοτώνει
εμένα και τα παιδιά που έχω μέσα μου
κι ύστερα η πόρτα κλειδώνει
και ονειρεύομαι ξανά την εμπόλεμη ζώνη.
Πόσο θα ήθελα να ήμουνα εκεί
ακόμα και αν πέθαινα το επόμενο πρωί
είμαι ήδη νεκρή
μέσα σ’ ένα σώμα που κινείται
τα χέρια είναι οι αλυσίδες μου
στα πόδια μου είναι το σκοινί
και το περνάω στο κεφάλι μου
αργά, αργά, αργά,
σαν φίδι που σφίγγει απαλά το λαιμό μου
κι όλη η ζωή μου περνάει από μπροστά μου
σα να θέλει να μου πει:
«τώρα ηρέμησε
τελειώνει
σε λίγο θα σαι με τ’ αδέρφια σου μαζί»
και όσο πλησιάζω προς τα κει
μια φωνή που αργοσβήνει
είναι το μόνο που ακούγεται πια:
«Όλα θα πάνε καλά, θα δεις
όλα θα πάνε καλά.»
Παναγιώτης Δρακόπουλος aka Witness
25 χρόνια μετά
Aυτοκτόνησε μια κοπέλα στην επαρχία
δεκαεφτά
"διασχίζοντας έπειτα από ολονύχτιο ξεφάντωμα
την Εθνική Οδό μεθυσμένη"
ατύχημα είπαν
δεν περνούσαμε ξέγνοιαστα πια από ‘κείνο το μέρος
σε δύο χρόνια κλείνει το μαγαζί
μέσα στο σπίτι ήταν ντροπή
και δεν είχαμε πώς να πεθάνουμε οι δυστυχισμένοι
κάποιοι έπαιρναν πτήση τα ξημερώματα με τα μηχανάκια
μοναστήρια και πρέζα - για ένα φεγγάρι κωλόμπαρο
το μαγαζί μετά κλειστό οριστικά -
ψέλνουν τ' όνομά της σε τρισάγια
όπως ένα ψέμα
Κατερίνα Ζησάκη
Γυναικείο σώμα, στάσιμο
μυρωδιές θαλασσών,
ο μπλε ουρανός στα πόδια της
τυλιγμένος σε λευκά σύννεφα
φτιάχνει την τέχνη της γλυπτικής
Κρατεί το μέλλον,
λουσμένη χρυσαφένια αμμουδιά
Παρατηρεί βαρβάρους που καίνε τα κορμιά,
σφάζουν ανάμεσα στα πόδια
πέντε χρονών κορίτσια,
γελούν με κλάματα,
μωρά βυζαίνουν το
μητρικό γάλα
Μητέρα δεν υπάρχει
μάνα δώσε γάλα στο μωρό
Μανάδες σέρνονται να φτάσουν
τα τέλεια είδωλα
Μωρά πεθαίνουν για το μητρικό γάλα
που δεν ήπιαν
Οι βάρβαροι βυζαίνουν
απόλαυση της παιδικής ηλικίας
Φωνάζει το γυναικείο σώμα για λευτεριά,
στάχτες πλημμυρίζουν τα νεκροταφεία, κύματα οστών σηκώνονται,
Βυθίστηκε ολόκληρο ανάκτορο
Χέρια τεντωμένα έξω απτό
νερό αναζητούν στεριά
Φαγώθηκαν οι καρδιές των κοριτσιών
Δεν πρόλαβαν να γίνουν γυναίκες,
Πρόλαβαν να εργαστούν για γυναικεία ρούχα
Ο γλύπτης ετοίμασε το έργο του
Κι αν πάει να φωνάξει,
κανείς δεν ακούει
Γυναικείο άγαλμα φωνάζει
για λευτεριά κι η λευτεριά το τράβηξε φωτογραφία
μαζί με τους τουρίστες.
Μαρία Κουϊμτσίδη
Ανακτώτας μια φωνή
Και όταν η
άρπα χτυπά,
φτιαγμένη από κομμένες φωνητικές χορδές,
ακούγεται μέσα από το αμφιθέατρο
η σιωπή κάθε ηλικίας να σπάει.
Μια γυναίκα
σηκώνεται από το κοινό
κρατώντας μια πινακίδα, με τις λέξεις:
«Αυτή είναι η φωνή μου. Τη θέλω πίσω.»
Οι τρομαγμένοι
επισκέπτες της συναυλίας ψιθυρίζουν:
«Δεν είναι αυτή η τσιγγάνα που τραγουδούσε έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό;»
Περνάει πάνω
στη σκηνή,
σπρώχνει τον αρπιστή μακριά
και προσπαθεί να παίξει τις χορδές της δικής της φωνής.
Το κοινό γέλασε γιατί ποτέ δεν έμαθε να παίζει άρπα.
Και με δάκρυα
που κυλούσαν στα μάγουλά της
μεταφέρει την άρπα στην πλάτη της σαν σταυρό.
Στην παρουσία
των φλάουτων της ορχήστρας θυμήθηκε τα πουλιά
που συνήθιζαν να τραγουδούν όταν ήταν ακόμη στα κλαδιά.
Και χάθηκε
στη μνήμη
τα φλάουτα βγήκανε συντονισμένα.
Ξεκίνησαν για να τραγουδήσουν το παλιό τους τραγούδι.
Έξω από το
αμφιθέατρο
η γυναίκα ακούει τα φλάουτα
που ακούγονται σαν πουλιά.
Της δίνει ελπίδα.
Και υπόσχεται
στον εαυτό της
να εξασκηθεί πολύ σκληρά
έως ότου οι χορδές να γίνουν μέρος της ξανά.
Hlín Leifsdóttir
Μετάφραση: Ανδριάνα Μπιρμπίλη
Πεδίο βολής
Πεδίο βολής
το σώμα μιας γυναίκας όταν μας γεννάει,
πεδίο βολής
η ψυχή μιας γυναίκας όταν μας δίνει το φιλί της.
Πεδίο βολής για τον πατέρα,
τους γιους τους εραστές
καμιά φορά και για τις κόρες,
οπωσδήποτε για τη γειτονιά
για τον παπά της ενορίας
τον κρατικό λειτουργό
τον φλύαρο δημοσιογράφο
ακόμη και για μένα.
Πεδίο βολής μετά θάνατον το σώμα,
η ψυχή, η μνήμη της γυναίκας,
γιατί παιγνίδι δεν έγινε στα χέρια του κάθε βιαστή
γιατί δεν ήταν καλή μάνα
γιατί στη σιωπή δεν έμεινε και στην υποταγή.
Ειρηναίος Μαράκης
Ψοφίμια
Συγγνώμη για τη γλώσσα μου
αλλά
η σιωπή μου άνοιξε το στόμα της
μια κάννη εκπυρσοκρότησε
γεράκια κόκκινα
ξεχύθηκαν στη νύχτα.
Νιώθω γυναίκα ρε.
Είμαι γυναίκα.
Σε προκαλώ
να με σκοτώσεις εν ψυχρώ
όπως εκείνη
και την άλλη και την άλλη.
Τι με κοιτάζεις σαν παράξενο πουλί;
Πλανήθηκα σε δρόμο σκουριασμένο
προσπεράστηκα.
Υπόσχομαι πως δεν θα χρειαστεί
ν' αλλάξουμε κουβέντα
ως τον τάφο.
Είμαι γυναίκα ρε σου λέω
τι φοβάσαι;
Πυροβόλησε.
Γαμώ τα παντελόνια σας
Χάρης Μελιτάς
Εξαγνισμός
Αν σε προσβάλλει, ανθρωπάκο,
το γυμνό κορμί μου
την ώρα που ρουφά
θαλασσινή δροσιά και ηλιαχτίδες,
μια χούφτα αλμυρό νερό
πάρε στα δυο σου χέρια
στο πρόσωπό σου ρίξ'τηνε,
εξαγνισμό θα φέρει.
Αν σε σοκάρει το αιδοίο μου, θυμήσου
την πύλη που σε γέννησε και σένα.
Η θάλασσα γυμνής θεάς βασίλειο
την λέγαν Πελαγία και Μαρίνα
αιδοία και γενέτειρα
εύπλοια και Κυθέρεια
θεών ιερά αγάλματα
λούζονταν στα νερά της.
Αν πάλι το μπουρκίνι μου
θυμό σου φέρνει, σκέψου
δεν είν' το σώμα μου βορά
για βλέμματα αδηφάγα.
Είν' άγαλμα της Ίσιδας
με πέπλο καλυμμένο
μονάχα οι μύστες είδανε
τη θεϊκή θωριά του.
Αν δεις την Ίσιδα ορθή
στα κύματα να στέκει,
προσκυνητές να λούζονται
στον κόλπο του Φαλήρου
καθώς βαδίζουν προς τη γη
την εύφορη της Ελευσίνιας Μάνας
ρίξε πάνω σου θάλασσα,
μικρέ μου ανθρωπάκο,
μήπως κι εσύ στα ιερά Μυστήρια
να μπεις τα καταφέρεις.
Χαρίτα Μήνη
Η μικρή Ελένη
Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει
γιατί δεν την παίζουν
γιατί όλο την πειράζουν
γιατί είναι αδύναμη, ευάλωτη,
γιατί αυτή τους έκατσε στο μάτι
γιατί είναι χοντρή
γιατί είναι διαφορετική.
Σήκω επάνω, τα μάτια κλείσε.
Άνοιξέ τα.
Κοίτα τους Ανθρώπους
που θα επιμένουν σε όλη τους τη ζωή
να σε χλευάζουν, να σε κοντράρουν,
να σε μειώνουν να σε γειώνουν,
να σε κρεμάνε, να σε σκλαβώνουν,
να σε σκοτώνουν, να σε χτυπάνε,
να σε γλεντάνε, να σε βουλιάζουν,
να σε βιάζουν, να σε ζηλεύουν.
Σήκω καλή μου και περπάτα μακριά τους,
κοίτα πίσω και δες τα πεταμένα σκατά
που σου έριξαν κατευθείαν απ’ την ψυχή τους.
Μην πάρεις μέσα σου τη γνώμη τους για εσένα
μην δώσεις αξία στη θηλιά που πήγαν να σου περάσουν
μην μεγαλώσεις σε παρέες
βλέποντας παντού καλύτερους από εσένα
και σε παρακαλώ εγώ που δεν σε ξέρω
που πιστεύω σε εσένα, τόλμα να ονειρευτείς.
Μην αφήσεις τη ζωή να περνά μπροστά σου
κι εσύ να κοιτάς το χώμα,
μην ζωγραφίσεις την ντροπή σου
εκεί με τη μύτη του παπουτσιού σου,
μην περιμένεις να φτάσεις τα είκοσι για να ξαναγεννηθείς.
Θα βρεις ανθρώπους που θα σε βοηθάνε
θα σε αγκαλιάζουν, θα σε αγαπάνε,
θα σε σπρώχνουν, θα σε τραβάνε,
θα σε προτιμούν, το χέρι θα σου κρατάνε,
θα σου μιλάνε, θα σου χαμογελάνε,
θα σε παρηγορούν, θα σε χαϊδεύουν,
θα σε σκεπάζουν, θα σε καληνυχτούν.
Μπορείς ρε βλάκα;
Ό,τι θέλεις το μπορείς.
Θες να είσαι ο ήλιος, το μπορείς
και καταιγίδα επίσης.
Κοίτα μέσα σου θα δεις
πως ό,τι θέλεις χτίζεις.
Συγγνώμη, σε αγνόησα καιρό
πνιγμένος στη θηλιά μου.
Τώρα είμαι εδώ και κλώτσησα τον πάτο.
Με αγαπάς
Ζε Μήτσος
Από την ποιητική συλλογή "Μνιαμ σε ροή".
Άκου μπαμπά
Άκου μπαμπά
Μη με μαθαίνεις να προσέχω τις φίλες μου
το κάνω έτσι κι αλλιώς
Μη με μαθαίνεις πως να κρατάω τα κλειδιά στη χούφτα μου
το κάνω έτσι κι αλλιώς
Μη με μαθαίνεις να φωνάζω "φωτιά"
για να έρθουν να με βοηθήσουν
αυτό δε βοηθάει, έτσι κι αλλιώς
Μην έρχεσαι να με πάρεις πριν πέσει το φως της μέρας
επειδή μετά βγαίνουν τα τέρατα
είναι έξω, έτσι κι αλλιώς
Μη με μαθαίνεις να φοράω ρούχα μακριά
για να μη φαίνεται το δέρμα μου
εκείνοι το βλέπουν έτσι κι αλλιώς
Άκου μπαμπά
Τις σκέψεις τους, όταν με ξεγυμνώνουν
με τα μάτια τους, από πάνω μέχρι κάτω
και φοράω το κασκόλ μέχρι τη μύτη
και το τραβάω ακόμα πιο ψηλά
να κρύψω τη γύμνια της ψυχής μου
που στέκεται έρμαιο
σαν έφηβη που τη λιθοβολούν
για τις πρώτες της καμπύλες
Άκου μπαμπά τα χέρια τους
που απλώνονται
πάνω μου, στους δρόμους
πριν πέσει το σκοτάδι.
Τα χέρια τους
που παραφυλάνε σε κάθε γωνιά
στο θρανίο
στο γραφείο
στο σούπερ μάρκετ
στο θρανίο
στο γραφείο
στο σούπερ μάρκετ
στο θρανίο
στο γραφείο
στο σούπερ μάρκετ
Άκου μπαμπά,
Άκου την άγνοιά μου
για αγγίγματα που δεν θα 'πρεπε να ξέρω
Άκου τη φωνή μου
που της κλείνει το στόμα ο φόβος
Άκου τον φόβο μου
για τους ανθρώπους που μου κρατάν το χέρι
Άκου τα χέρια μου
που σιχαίνονται να αγγίξουν το σώμα του καθρέφτη
Άκου τον καθρέφτη
που έχει πάρει τη φωνή τους
και με φωνάζει πουτάνα
Άκου μπαμπά τον κόσμο
που μετράει την αξιοπρέπεια μου
στο μήκος της φούστας μου
Άκου τον κόσμο
που μεταφράζει τα ουρλιαχτά μου
σε αποδοχή
κάτω απ' το βλέμμα που δεν έριξα
κάτω απ’ την κίνηση που δεν έκανα
κάτω απ’ την έγκριση που δεν έδωσα
κάτω απ'τα αγγίγματα που δεν ήθελα
Άκου μπαμπά τα μάτια μου
που σου φωνάζουν
που ουρλιάζουν
για όλες αυτές τις μελανιές
που κουβαλάει η ψυχή μου
για όλα τα σημάδια που κουβαλάει το κορμί μου
και δε μπορώ να το προφυλάξω
με καμία πανοπλία
εκτός
από εσένα
Άκου μπαμπά
άκου
και πες τα όλα στους ανθρώπους γύρω σου
ώστε να μη χρειάζεται να μάθω τίποτα άλλο από εσένα
πέρα απ' το πως
να δένω τα κορδόνια μου.
Μαρία Μπάκα
Από την ποιητική συλλογή "Δανεικές αναπνοές".
Μόνο την αλήθεια
Αγάπες σαν συνήθεια
γεμάτες με απάτες,
αλλάξανε τα σύνορα
στου κόσμου μας τις πλάτες.
Πολλοί μας λένε σ’ αγαπώ,
πολλοί μας το πουλάνε,
πολλοί κάνουν τους έξυπνους
και πίσω μας γελάνε.
Τα δίχτυα σας είναι άχρηστα,
τα δίχτυα σας τρυπάνε,
η σκέψη γέμισε πληγές
από καρδιές που σπάνε.
Τίποτα δεν με συγκινεί
στο κάθε λάγνο ψέμα,
πιστεύω στην αλήθεια
και ας βουτηχτώ στο αίμα.
Ανδριάνα Μπιρμπίλη
Κατάκτηση
Το αναλωμένο σε ηδονικούς έρωτες σώμα,
Το δοσμένο παντού.
Και στις αγκαλιές χλωμών κοριτσιών –
Χωρίς πνευματικότητα —
Αυτό,
Να αιχμαλωτίσει θέλει
Η πρώτη μου ρυτίδα,
Το πνευματικό μου βλέμμα — χλωμό και ώριμο
Μαζί. Με γνώση.
Όχι σκιές ερώτων…
Να του δείξει
Πόσο απόλυτη ευθύνη είναι η αγάπη.
Ασημίνα Ξηρογιάννη
Από την ποιητική συλλογή "Η προφητεία του ανέμου", εκδόσεις "Γαβριηλίδης", 2009.
Γυναίκα
Γυναίκα εργάτρια,
που δουλεύει υπερωρίες,
που τα λεφτά δεν βγαίνουν,
που της βάζει χέρι το αφεντικό
και της υπόσχεται βρώμικο μισθό.
Γυναίκα μετανάστρια,
που αφού κόντεψε να πνιγεί
μένει σε ένα άθλιο container
με άλλους είκοσι μαζί
και πέντε παιδιά να κλαίνε,
να ζητούν φροντίδα και στοργή.
Γυναίκα που η φύση της έκανε
λίγο τη μύτη της στραβή
και δεν υπάρχουνε λεφτά για πλαστική,
που έχει θυρεοειδή
και την είπανε χοντρή
χωρίς να ξέρουν το πώς και το γιατί.
Γυναίκα που της βάλανε χέρι στο μετρό
κι έδωσε χαστούκι
γιατί κανείς δεν έχει το δικαίωμα αυτό,
που φόρεσε φούστα κοντή
και κατηγόρησαν εκείνη αντί τον βιαστή.
Γυναίκα ρομά,
που μόλις την είδαν
προφύλαξαν τις τσέπες τους
να μην τους κλέψει τα λεφτά.
Γυναίκα θύμα trafficking,
που στα δεκαπέντε της
με απειλές την εξανάγκασαν
να την χαϊδεύουν ηλικιωμένοι
και να λέει ότι της αρέσει
για να περνάνε καλά.
Γυναίκα διαφορετική,
που ανώμαλη την βάφτισαν
σε μια κοινωνία
που κατά τα άλλα
θεωρείται ομαλή.
Γυναίκα δολοφονημένη,
που έτρωγε ξύλο
από έναν μάτσο άντρα
που όλοι τον έλεγαν καλό παιδί.
Γυναίκα φεμινίστρια,
που βγήκε σε απεργία το δεκαεφτά
το Φλεβάρη στη Ρωσία.
Γυναίκα σουφραζέτα
για ίσα δικαιώματα.
Γυναίκα χειραφετημένη,
που στο δρόμο βγήκε
να διεκδικήσει
μια καλύτερη ζωή.
Γυναίκα νικήτρια
στο τέλος θα βγει.
Θεοχάρης Παπαδόπουλος
Η γυναίκα γυαλί
Μπαμπά, μαμά, με φτιάξατε
από γυαλί.
Δε μεριμνήσατε για ένα
πιο ανθεκτικό υλικό. Μ’ αφήσατε
στην τύχη μου
και όλο τρέμετε για μένα
μήπως σπάσω.
Και πιο πολύ, γιατί στο βάθος
ξέρετε
πως τα κομμάτια μου θα κόψουν
το λαιμό σας.
Έλενα Πολυγένη
Από την ποιητική συλλογή "Η θλίψη μου είναι μια γυναίκα", εκδόσεις "(.POEMA...)", 2012.
|
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου