ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΒΥΡΩΝΑ ΛΕΟΝΤΑΡΗ:
Βύρωνα Λεοντάρη: Ψυχοστασία ( Ιαν. 1972, Προτάσεις ).
Ο Βύρων Λεοντάρης βγαίνει κατ' ευθείαν μέσα από τα καπνίζοντα ερείπια της δεκαετίας 40-50. Ανήκει φύσει και θέσει σ' ένα κύκλο νεώτερων ποιητών που πολώνονται γύρω από δυο σημαντικούς ποιητές κάπως παλιότερους: Τον Μ. Αναγνωστάκη και τον Μ. Κατσαρό. Στη μεταπολεμική μας ποίηση θα μπορούσε κανείς να διακρίνει σχηματικά δυο μεγάλα ρεύματα. Το ένα συνεχίζει την Παλμική μεγαληγορία έχοντας επικεφαλής τους Ρίτσο, Λειβαδίτη και τον Ελύτη του "Άξιον Εστί". Το άλλο εκπορεύεται μέσα από τον υποτονικό χαρακτήρα του Σεφερικού λόγου και μ' ενδιάμεσο σταθμό τον Αναγωνστάκη καταλήγει στον Θ. Κωσταβάρα, στον Θωμά Γκόρπα, στον Β. Λεοντάρη και λίγο πιο πέρα στον κύκλο του προ δεκαετίας "λαθρόβιου" περιοδικού "Μαρτυρίες". Του δεύτερου αυτού ρεύματος ο τόνος είναι πιο οικείος, πιο ανθρώπινος. Επιδιώκοντας να διαπλάσει ένα αντιηρωικό κλίμα, απομυθοποιεί ορισμένες καταστάσεις με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να διεκδικήσει έναν τόνο μοναδικής γνησιότητας. Η ποίηση αυτή δεν έχει να υμνήσει κατορθώματα και συγκλονιστικές συγκρούσεις. Γεννήθηκε μετά τη μάχη και δεν ντρέπεται να το ομολογήσει: "Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω - ανίατα μεσοπόλεμος... ψιθυρίζει πικρά ο Λεοντάρης κι ο στίχος αυτός χαρακτηρίζει το γενικό κλίμα της "Ψυχοστασίας". Εύκολα λοιπόν μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι εκείνο που είχε ονομαστεί "ποίηση της ήττας" από τον ίδιο τον Β. Λεοντάρη σαν κυριαρχικό ρεύμα μέσα στην ποίηση της δεκαετίας 50-60 εξακολουθεί να επιβιώνει ανανεωμένο και μετά το 1970.
Υπάρχει ένας στίχος που αυτοχαρακτηρίζει την ποίηση του Β. Λεοντάρη: Η τέχνη ένας πανικός μπρος στην πραγματικότητα. Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να πει, μετά από την ανάγνωση της "Ψυχοστασίας", ότι η τέχνη, έστω και πανικόβλητη, δεν μπορεί να υπάρξει σαν τέχνη: Επιτέλους πριν σκεφτούμε να προχωρήσουμε, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε τη φοβερή όψη της πραγματικότητας (και τον πανικό μας).
Βύρωνα Λεοντάρη: Ψυχοστασία ( Ιαν. 1972, Προτάσεις ).
Ο Βύρων Λεοντάρης βγαίνει κατ' ευθείαν μέσα από τα καπνίζοντα ερείπια της δεκαετίας 40-50. Ανήκει φύσει και θέσει σ' ένα κύκλο νεώτερων ποιητών που πολώνονται γύρω από δυο σημαντικούς ποιητές κάπως παλιότερους: Τον Μ. Αναγνωστάκη και τον Μ. Κατσαρό. Στη μεταπολεμική μας ποίηση θα μπορούσε κανείς να διακρίνει σχηματικά δυο μεγάλα ρεύματα. Το ένα συνεχίζει την Παλμική μεγαληγορία έχοντας επικεφαλής τους Ρίτσο, Λειβαδίτη και τον Ελύτη του "Άξιον Εστί". Το άλλο εκπορεύεται μέσα από τον υποτονικό χαρακτήρα του Σεφερικού λόγου και μ' ενδιάμεσο σταθμό τον Αναγωνστάκη καταλήγει στον Θ. Κωσταβάρα, στον Θωμά Γκόρπα, στον Β. Λεοντάρη και λίγο πιο πέρα στον κύκλο του προ δεκαετίας "λαθρόβιου" περιοδικού "Μαρτυρίες". Του δεύτερου αυτού ρεύματος ο τόνος είναι πιο οικείος, πιο ανθρώπινος. Επιδιώκοντας να διαπλάσει ένα αντιηρωικό κλίμα, απομυθοποιεί ορισμένες καταστάσεις με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να διεκδικήσει έναν τόνο μοναδικής γνησιότητας. Η ποίηση αυτή δεν έχει να υμνήσει κατορθώματα και συγκλονιστικές συγκρούσεις. Γεννήθηκε μετά τη μάχη και δεν ντρέπεται να το ομολογήσει: "Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω - ανίατα μεσοπόλεμος... ψιθυρίζει πικρά ο Λεοντάρης κι ο στίχος αυτός χαρακτηρίζει το γενικό κλίμα της "Ψυχοστασίας". Εύκολα λοιπόν μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι εκείνο που είχε ονομαστεί "ποίηση της ήττας" από τον ίδιο τον Β. Λεοντάρη σαν κυριαρχικό ρεύμα μέσα στην ποίηση της δεκαετίας 50-60 εξακολουθεί να επιβιώνει ανανεωμένο και μετά το 1970.
Υπάρχει ένας στίχος που αυτοχαρακτηρίζει την ποίηση του Β. Λεοντάρη: Η τέχνη ένας πανικός μπρος στην πραγματικότητα. Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να πει, μετά από την ανάγνωση της "Ψυχοστασίας", ότι η τέχνη, έστω και πανικόβλητη, δεν μπορεί να υπάρξει σαν τέχνη: Επιτέλους πριν σκεφτούμε να προχωρήσουμε, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε τη φοβερή όψη της πραγματικότητας (και τον πανικό μας).
ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Διαπίστωση", τευχ. 4, Μάιος 1972, σελ. 139.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου