| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ΠΗΓΗ: ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ . Η ψυχή μας καρφωμένο τομάρι στην τάβλα. . Μεγαλώσαμε όπως το δέντρο απλώνει σταθερά τους κύκλους του, ενώ οι εμπρηστές το απειλούνε, ταξιδέψαμε ακίνητοι και οι ρίζες μας πέσανε σε καθαρές φλέβες, σε σάπια νερά, ο κεραυνός πολλές φορές μας διάλεξε για καταφύγιο· . δεν αρνηθήκαμε την ψυχή μας γιατί ο πόνος δεν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος, γιατί η αγάπη δεν είναι το έσχατο όριο. . Η ψυχή μας τομάρι στην τάβλα, με καρφιά και γάντζους, κάθε μέρα στα χέρια των κερδοσκόπων. Πάνω σας γαντζώνω η φωνή μου Από χαλυβουργεία και διυλιστήρια Στην αλλοτρίωση των καύσεων Έρημες φτωχές λέξεις σας κουβαλώ Σε πόλη αδιάφορη πρησμένη σκουπίδια και γύρω λυσσασμένοι για επιτυχία Ενώ μοντάρω όργανο υποθετικής επικοινωνίας Δρόμοι υψικάμινοι και τρέχουν Ισοζύγιοι οραματιστές Καλπάζουν στην καταναλωτική μανία Κλούβες μπαγλαρώνουν την απεργία Και σταλάζει ο ουρανός κατράμι Φτωχές ελληνικές μου λέξεις Πάνω σας γαντζώνω τη φωνή μου Και βουλιάζω.Κενά μνήμης Ξαπλωμένο φουρτούνιαζε το φεγγάρι Όλο το βράδυ πευκοβελόνες ψιθύριζαν στο τζάμι Τώρα θορυβούν σπουργίτια ασταμάτητα Καθώς ξυπνώ στο πρωινό σκοτάδι Χάνονται στο φως οι λέξεις, εικόνες ανώνυμες μένουν Το λευκό χαρτί της ψυχής μπουκώνει μελάνι Συλλαβές ανασύρω απροσδιόριστης ευκρίνειας Καθώς το χέρι οργισμένο θερίζει ψήγματα Γλιστρούν οι λέξεις κι αδιάβατες μένουν Μόνον στα όνειρα τρέχουν τα λόγια χείμαρρος Στη δίνη βουλιάζουν, στη σκοτεινιά της μνήμης Και μένει κρύσταλλο στο κενό που πληγώνει Και πληγώνει, Αφού οι λέξεις στην ερημιά χάνονται του κόσμου, Στην ερημιά μιας άδηλης πραγματικότητας. Θα μείνουμε εδώΘα μείνουμε εδώκαι δε θα πεθάνουμε, στο αίμα, στις κραυγές σε κατάρες, στα σφυριά στα κόκαλα, σε βρισιές στα πιο μεγάλα ψέματα, εδώ θα μείνουμε για να τους κόβουμε τον ύπνο να τους ραγίζουμε τη χαρά να ρίχνουμε τον ίσκιο μας στα χαμηλά τους πρόσωπα, η αγάπη μας θ' ανθίζει πάνω στο γρανίτη, μέχρι να έρθει η άνοιξη έως να φτάσει ο κατακλυσμός. ΓΑΝΤΖΟΣ Του κάρφωσαν το γάντζο στην καρδιά και τον τραβούσαν. Έσερνε μαζί του ένα τοπίο κατάφυτο από αναμνήσεις ερείπια από γυναίκες να κλαίνε, να εκλιπαρούν. Με τη γλώσσα σφιγμένη στα δόντια. Οι άλλοι διεκδικούσαν το σώμα, στο διάβολο η ψυχή, το σώμα είναι ιδιοκτησία τους, του ξήλωσαν την καρδιά και τα μάτια. Δεν αρνήθηκε τίποτε, καμιά κατάφαση, γιατί κάθε πράξη ή πιθανή χειρονομία τους δικαίωνε την αγάπη του, μεγάλωνε την οπτική του προσμέτρηση, γύμνωνε το ανυπέρβλητο μεγαλείο των τιποτένιων. Ημέρες του 1965 Η μέρα ήταν βροχερή με μικρά διαλείμματα από φως διυλισμένο δύσκολα βρίσκαμε καταφύγιο στους δρόμους ανεβαίναμε ψηλά κατά το λόφο κάτω η πολιτεία γλιστρούσε σταθερά στη θάλασσα Να γυρίσουμε πίσω, είπες, δεν έχουμε καιρό - Πάντα έτσι ήτανε: στενά τα περιθώρια του χρόνου: αλλά ζήσαμε - Ας γυρίσουμε και κοίταξες, στρέφοντας το κεφάλι, την πολιτεία με τρόμο. Ανεβαίναμε τρέχοντας στο λόφο με δεμένα τα χέρια μέσα στα στενά περιθώρια των ημερών που γκρεμίζονταν, κατά το βράδυ, με πάταγο εκκωφαντικό. Τα γεγονότα ακολουθούσαν η προδοσία, η συναλλαγή, η νοθεία κάθε αισθήματος διαγράφονταν φαύλος ο κύκλος ξεπουλούσαν τους ανθρώπους εν σπουδή, Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα - Καιρός να βιαστούμε - Καμιά βεβαιότητα - Πρέπει ν' αντισταθούμε κι έφευγαν οι σκιές ερμητικά μέσα στο σούρουπο. Θα ζήσουμε όπως εμείς ξέρουμε Πόσο δύσκολο έγινε να μιλήσεις καθώς τα μάτια σε ερευνάνε περιμένουνε ν' αδράξουν τις λέξεις σαν πουλιά στα δίχτυα, μια ζεστή χειρονομία ζητάνε να σκοτώσουν, γιατί ποιος θα πιστέψει πως τα χέρια ζητάνε ν' αγκαλιάσουν κι όχι να πνίξουν, ποιος προσφέρεται να κινδυνέψει αφήνοντας την ψυχή του σε ξένα χέρια, και πώς να ζήσεις με χειρονομίες ακρωτηριασμένες, ανέκφραστες, κραυγές που δηλώνουν τον αρχέγονο πόνο, πολιορκημένος από τις φοβισμένες ψυχές των άλλων∙ αυτή η ζωή δεν είναι για μας δεν είναι για κανένα μας αυτή η ευτέλεια, θα ζήσουμε όπως εμείς ξέρουμε κι ας φτάσουμε στην τέλεια απόγνωση κι ας καρπωθούν ακόμα και την απελπισία μας οι άλλοι, μέσα στη μέθη του κέρδους δε θα υποψιαστούν την αγάπη μας, την απέραντη χώρα που εδραιώνουμε σταγόνα σταγόνα χύνοντας, το αίμα μας. Με το μαχαίρι στα δόντια Η αγάπη δεν κουβαλάει το φως, καθώς σ' αδιέξοδους δρόμους τη συναντάμε, μ' ένα πρόσωπο που χρόνια χτίζαμε κι ένας σεισμός το ραγίζει και φέγγουνε τα χάσματα, καίνε, οι περιστάσεις το αφανίζουν, πώς να σταθούμε ενώ αυτή σχεδόν δε μας νιώθει, φοβόμαστε μην πέσουμε πρόσωπο με πρόσωπο και τότε απελπισμένα την αγκαλιάσουμε με κλάμα αντρίκιο, εμείς που πολύ αγαπήσαμε και δεν μπορούμε να προδώσουμε, εμείς που μείναμε μακριά και δεν εγκαταλείψαμε τις θέσεις μας. Λοιπόν πώς να μιλήσω με το μαχαίρι στα δόντια. Η δίνη Στον Γ. Ξ. Στογιαννίδη Όλο κάποιος μας εγκαταλείπει. Δε μας προδίδει, ανοίγει μόνο την πόρτα και φεύγει. Τότε φωταγωγούμε το δωμάτιο, ξεσκονίζουμε τα έπιπλα, ανοίγουμε το ραδιόφωνο σε όλη την ένταση. Με το θόρυβο τα εκτυφλωτικά φώτα με το να κρύβουμε στο υπόγειο τις άδειες καρέκλες προσπαθούμε να καλύψουμε το κενό, να ξεχάσουμε. Όμως η πόρτα πάντα ανοίγει κι η νύχτα παίρνει τη θέση αυτού που έφυγε. Το κενό όλο μεγαλώνει ανεβαίνει στην οροφή, κατεβαίνει στο πάτωμα, στριφογυρίζει, γίνεται δίνη μάς παρασέρνει στο κέντρο της περιστροφής και πια δεν ξέρεις αν είσαι αυτός που έφυγε ή αυτός που έχει μείνει. | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ζαχαροπλαστείο "Σταύρος Νίτης" από το 1875.... Όταν η Δημιουργία, συνάντησε την Ποιότητα...
Είναι λίγα τα Ελληνικά καταστήματα τροφίμων με παράδοση που περνάνε από πατέρα σε γιο και συνεχίζουν με την ίδια φροντίδα και μεράκι να φτιάχνουν ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά προϊόντα. Ένα από αυτά τα ελάχιστα μαγαζιά είναι και του Νίτη στο Λαύριο. Από την εποχή των γιαγιάδων μας, τότε που έφτανε κανείς στο Λαύριο έπειτα από μακρύ ταξίδι με το σιδηρόδρομο, το ζαχαροπλαστείο του Νίτη ήταν ονομαστό για τους "εργολάβους" του. Το πλούσιο αυτό κέικ-μπισκότο, που γίνεται από αλεσμένα αμύγδαλα. ασπράδια αβγών και ζάχαρη, το επινόησαν οι Γάλλοι και το ονόμασαν financier (οικονομολόγο). Το πως και γιατί οι αμυγδαλάτοι "οικονομολόγοι" έγιναν "εργολάβοι" όταν μετανάστευσαν στη χώρα μας, παραμένει μυστήριο. Το σίγουρο είναι ότι το παλιό Λαυριώτικο ζαχαροπλαστείο πήρε τη σωστή συνταγή, ίσως από κάποιους καλοφαγάδες Γάλλους που στις αρχές του 20ου αιώνα εκμεταλλεύονταν τα ορυχεία κι έτσι οι "εργολάβοι" τους είναι μέχρι σήμερα αξεπέραστοι !!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου