ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΦΤΑΝΤΖΗΣ 1920-1998
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Γιώργος Καφταντζής γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου 1920 στην Ηράκλεια Σερρών. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1949.
Το 1940 ο θάνατος της αδελφής του Ιωάννας έγινε αφορμή για να γράψει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Τα μοιρολόγια». Πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης, από την οποία εμπνεύστηκε τις «Δώδεκα μέρες», και ως κορυφαίο στέλεχος (Μαλέας) της ΕΠΟΝ στην Εθνική Αντίσταση, περίοδο που σφράγισε το λογοτεχνικό του έργο. Πρωτοστάτησε στο περιοδικό «Ξεκίνημα» του Εκπολιτιστικού Ομίλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στο περιοδικό "Ορφέας", ενώ αργότερα ίδρυσε περιοδεύοντα θίασο στο Βουνό (Δυτική Μακεδονία). Έζησε και δικηγόρησε στις Σέρρες, πόλη που τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε κεντρική πλατεία, όπου στήθηκε και ο ανδριάντας του. Στο συγγραφικό του έργο ασχολήθηκε με την ιστορία, την ποίηση, την πεζογραφία, και το θέατρο, ενώ ασχολήθηκε και με τη ζωγραφική. Έφυγε από τη ζωή στις 12 Μαρτίου 1998.
Εργογραφία
Ματωμένη γη. Σέρρες, Γρακόπουλο, 1947.
Μοιρολόγια. Σέρρες, Γρακόπουλος, 1948.
Ουράνια στάχυα. Σέρρες, Γρακόπουλος, 1952.
Δώδεκα μέρες. Σέρρες, [χ.ε.], 1955.
Το πανηγύρι της φωτιάς. Σέρρες, Τυπ. Καρύδη, 1959.
Δύσκολες χρονιές. [χ.τ.], [χ.ε.], 1959.
Η μπαλλάντα του φεγγαριού. [χ.τ], [χ.ε], 1961.
Αναθήματα. Σέρρες, Εστία του Βιβλίου, 1966.
Ιστορία της πόλεως Σερρών και της περιφερείας της. Αθήνα, Δίφρος, 1967.
Οι ελεγείες. Σέρρες, Τυπ. Σ. Τζαμπαλάτη, 1971.
Η Ηράκλεια νομού Σερρών. Σέρρες, Δήμος Ηρακλείου, 1973.
Νίκος Μπελογιάννης. [χ.τ], [χ.ε], 1977.
Τα δημοτικά τραγούδια του Νομού Σερρών. Σέρρες, Σερραϊκή Πολιτιστική Εταιρεία, 1977.
Τα παραλειπόμενα. Θεσσαλονίκη, Αθ. Αλτιντζής, 1985.
Οι Σέρρες άλλοτε και τώρα. Θεσσαλονίκη, Όμιλος Ορφέα Σερρών, [1985;].
Τα ποιήματα 1040-1987. Θεσσαλονίκη, [χ.ε.], 1988.
Η Σερραϊκή χρονογραφία του Παπασυναδινού. Σέρρες, Ιερά Μητρόπολις Σερρών και Νιγρίτης, 1989.
Θέατρο στα βουνά της Δ. Μακεδονίας τον καιρό της Κατοχής. Θεσσαλονίκη, Περιοδικό Γιατί, 1990.
Περίπλους. Θεσσαλονίκη, [χ.ε.], 1991.
Ορφέας Σερρών 1905-1991. Θεσσαλονίκη, Όμιλος Ορφέα Σερρών, 1991.
Το πόδι του παγωνιού. Θεσσαλονίκη, [χ.ε], 1992.
Βιογραφικά - Εργογραφικά. Σέρρες, Χαραλαμπίδης, 1993.
Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων Σερρών. Αθήνα, Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης, 1993.
Το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης στον καιρό της κατοχής. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1998. Σελ.: 220.
Ιερά μονή της Βήσσανης. Βήσσανη, Μονη Βήγσσανης Σερρών, 1998.
Οι φωτογραφίες. Σέρρες, [χ.ε.], 2000.
Το ναζιστικό στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης 1941-1944. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 2001.
Τα διηγήματα. Θεσσαλονίκη, Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, 2002. Σελ.: 161.
Νέο εορτολόγιο. Σέρρες, Χαραλαμπίδης, 2003.
Έλεγχος διαβατηρίου
Διάβαζε σιωπηλός κοιτάζοντας
πότε τη φωτογραφία, πότε τον ταξιδιώτη.
“Ισχύει για πολλά ταξίδια μετ’ επιστροφής
και για όλες τις χώρες του κόσμου.
Πρόσωπο, ρευστό, πιθανόν ωοειδές.
Ανάστημα 1.700 μ. (φανερό το λάθος).
Χρώμα οφθαλμών, λευκό.
Κόμη, στατική.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά :
Εγκάρσια ρωγμή. Διαρρέει πίσσα.
Τοπίο με καρδερίνες.
Λάρυγξ αδρανής.
Έσωθεν επιπολάζον έλος.
Υπογλώσσιο σκουριασμένο.
Διάσπαρτα λέπια οι χαμένες ευκαιρίες'.
Θάνατέ μου, είπε ο ελεγκτής
και έδωσε το σήμα να περάσει.
Εικοσιτρείς εκτελέσεις
Ενδέκατη
Ο πέμπτος μελλοθάνατος
ένας τοσοδά κοντούλης
ανθρωπάκος
με κοιλίτσα
συλληφθείς τυχαίως
άδικα προσπαθούσε
να καταλάβει
αυτά που διάβαζαν
ένας Γερμανός αξιωματικός
και ο παπάς.
Πολύ περισσότερο
για ποια αιτία
ο επί κεφαλής
σηκώνοντας ένα σπαθί
τσίριξε
και η φωνή του
χύθηκε
σαν παγωμένο νερό
σ’ αναμμένο μαγκάλι με κάρβουνα
«Επί σκοπόν!
Έτοιμοι!
Πυρ!»
Τότε
σχεδόν χάραζε
και ο ανθρωπάκος
χωρίς κίνηση
χωρίς ήχο
δηλαδή τα «ζήτω η λευτεριά»
και τα τοιαύτα
έπεσε
αρχίζοντας αμέσως
να σκουριάζει.
Όταν έφεξε καλά
ο ανθρωπάκος
ήταν
ένας σπασμένος κοριός
στο άσπρο πουκάμισο
του Γενάρη.
Θύμηση
Θα τους θυμάμαι πάντοτε από σκιές δεμένους
στα σκοτεινά δρομάκια του Κουλέ-Καφέ.
Από τότε άλλαξαν πολλά
σβήστηκαν τα ονόματα
τα σύννεφα πνίγουν τα καράβια και τα τρένα
το αίμα τους δεν κοιμάται τρομάζει το βράδυ τα παιδιά.
Στολισμένοι
Στολισμένοι με τα αιμόφυρτα ρόδα της αγάπης
από έκθαμβα φύλλα και σμήνη εκστατικών στιγμών
προσπερνούμε ανώφελες περιοχές που σκοτώνουν τα όνειρα
γερασμένες σκιές, ξεστρατισμένες εποχές
και το φοβερό μυστήριο της σπασμένης λάμπας
κάτω απ’ τις στοιβαγμένες νύχτες όλων των ανθρώπων
γεμάτες τρύπες στουπωμένες με ξερές ψυχές
αφήνοντας πίσω μας ανέγγιχτη τη λήθη.
Κορνίζα χωρίς φωτογραφία
τελευταία χάρη
Τραγούδησα γι? αυτούς που έπεσαν
για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.
Τραγούδησα γι? αυτούς που τυραννίστηκαν
για την ελπίδα του ανθρώπου.
Ας μου δοθεί σαν τελευταία χάρη τώρα
να πάρω ένα δρόμο απάτητο
να συναντήσω χωρίς φόβο το σκοτάδι
να πάψουν να με κυνηγούν σκιές
να βρω καινούρια γέφυρα
στη νύχτα που στύβει το φεγγάρι
και το πετάει μαδημένο
στις άδειες στέρνες των αιώνων.
Όταν επιστρέψω τη σάρκα μου
Πάρτε την εσείς καλαμποκιές
Όταν επιστρέψω το αίμα μου
Πάρτε το εσείς κληματαριές
Όταν επιστρέψω τη φωνή μου
Πάρτε την εσείς ανέμοι.
Αλύπητα σκορπάτε με
Εδώ και εκεί σκορπάτε με
Στους αιώνες των αιώνων.
Μονάχα την αγάπη αρνούμαι να επιστρέψω
σε τούτο το απέραντο χωρίς αγάπη σύμπαν.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Γιώργος Καφταντζής γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου 1920 στην Ηράκλεια Σερρών. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1949.
Το 1940 ο θάνατος της αδελφής του Ιωάννας έγινε αφορμή για να γράψει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Τα μοιρολόγια». Πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης, από την οποία εμπνεύστηκε τις «Δώδεκα μέρες», και ως κορυφαίο στέλεχος (Μαλέας) της ΕΠΟΝ στην Εθνική Αντίσταση, περίοδο που σφράγισε το λογοτεχνικό του έργο. Πρωτοστάτησε στο περιοδικό «Ξεκίνημα» του Εκπολιτιστικού Ομίλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στο περιοδικό "Ορφέας", ενώ αργότερα ίδρυσε περιοδεύοντα θίασο στο Βουνό (Δυτική Μακεδονία). Έζησε και δικηγόρησε στις Σέρρες, πόλη που τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε κεντρική πλατεία, όπου στήθηκε και ο ανδριάντας του. Στο συγγραφικό του έργο ασχολήθηκε με την ιστορία, την ποίηση, την πεζογραφία, και το θέατρο, ενώ ασχολήθηκε και με τη ζωγραφική. Έφυγε από τη ζωή στις 12 Μαρτίου 1998.
Εργογραφία
Ματωμένη γη. Σέρρες, Γρακόπουλο, 1947.
Μοιρολόγια. Σέρρες, Γρακόπουλος, 1948.
Ουράνια στάχυα. Σέρρες, Γρακόπουλος, 1952.
Δώδεκα μέρες. Σέρρες, [χ.ε.], 1955.
Το πανηγύρι της φωτιάς. Σέρρες, Τυπ. Καρύδη, 1959.
Δύσκολες χρονιές. [χ.τ.], [χ.ε.], 1959.
Η μπαλλάντα του φεγγαριού. [χ.τ], [χ.ε], 1961.
Αναθήματα. Σέρρες, Εστία του Βιβλίου, 1966.
Ιστορία της πόλεως Σερρών και της περιφερείας της. Αθήνα, Δίφρος, 1967.
Οι ελεγείες. Σέρρες, Τυπ. Σ. Τζαμπαλάτη, 1971.
Η Ηράκλεια νομού Σερρών. Σέρρες, Δήμος Ηρακλείου, 1973.
Νίκος Μπελογιάννης. [χ.τ], [χ.ε], 1977.
Τα δημοτικά τραγούδια του Νομού Σερρών. Σέρρες, Σερραϊκή Πολιτιστική Εταιρεία, 1977.
Τα παραλειπόμενα. Θεσσαλονίκη, Αθ. Αλτιντζής, 1985.
Οι Σέρρες άλλοτε και τώρα. Θεσσαλονίκη, Όμιλος Ορφέα Σερρών, [1985;].
Τα ποιήματα 1040-1987. Θεσσαλονίκη, [χ.ε.], 1988.
Η Σερραϊκή χρονογραφία του Παπασυναδινού. Σέρρες, Ιερά Μητρόπολις Σερρών και Νιγρίτης, 1989.
Θέατρο στα βουνά της Δ. Μακεδονίας τον καιρό της Κατοχής. Θεσσαλονίκη, Περιοδικό Γιατί, 1990.
Περίπλους. Θεσσαλονίκη, [χ.ε.], 1991.
Ορφέας Σερρών 1905-1991. Θεσσαλονίκη, Όμιλος Ορφέα Σερρών, 1991.
Το πόδι του παγωνιού. Θεσσαλονίκη, [χ.ε], 1992.
Βιογραφικά - Εργογραφικά. Σέρρες, Χαραλαμπίδης, 1993.
Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων Σερρών. Αθήνα, Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης, 1993.
Το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης στον καιρό της κατοχής. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1998. Σελ.: 220.
Ιερά μονή της Βήσσανης. Βήσσανη, Μονη Βήγσσανης Σερρών, 1998.
Οι φωτογραφίες. Σέρρες, [χ.ε.], 2000.
Το ναζιστικό στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης 1941-1944. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 2001.
Τα διηγήματα. Θεσσαλονίκη, Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, 2002. Σελ.: 161.
Νέο εορτολόγιο. Σέρρες, Χαραλαμπίδης, 2003.
ΠΗΓΗ: ΕΚΕΒΙ
Έλεγχος διαβατηρίου
Διάβαζε σιωπηλός κοιτάζοντας
πότε τη φωτογραφία, πότε τον ταξιδιώτη.
“Ισχύει για πολλά ταξίδια μετ’ επιστροφής
και για όλες τις χώρες του κόσμου.
Πρόσωπο, ρευστό, πιθανόν ωοειδές.
Ανάστημα 1.700 μ. (φανερό το λάθος).
Χρώμα οφθαλμών, λευκό.
Κόμη, στατική.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά :
Εγκάρσια ρωγμή. Διαρρέει πίσσα.
Τοπίο με καρδερίνες.
Λάρυγξ αδρανής.
Έσωθεν επιπολάζον έλος.
Υπογλώσσιο σκουριασμένο.
Διάσπαρτα λέπια οι χαμένες ευκαιρίες'.
Θάνατέ μου, είπε ο ελεγκτής
και έδωσε το σήμα να περάσει.
Εικοσιτρείς εκτελέσεις
Ενδέκατη
Ο πέμπτος μελλοθάνατος
ένας τοσοδά κοντούλης
ανθρωπάκος
με κοιλίτσα
συλληφθείς τυχαίως
άδικα προσπαθούσε
να καταλάβει
αυτά που διάβαζαν
ένας Γερμανός αξιωματικός
και ο παπάς.
Πολύ περισσότερο
για ποια αιτία
ο επί κεφαλής
σηκώνοντας ένα σπαθί
τσίριξε
και η φωνή του
χύθηκε
σαν παγωμένο νερό
σ’ αναμμένο μαγκάλι με κάρβουνα
«Επί σκοπόν!
Έτοιμοι!
Πυρ!»
Τότε
σχεδόν χάραζε
και ο ανθρωπάκος
χωρίς κίνηση
χωρίς ήχο
δηλαδή τα «ζήτω η λευτεριά»
και τα τοιαύτα
έπεσε
αρχίζοντας αμέσως
να σκουριάζει.
Όταν έφεξε καλά
ο ανθρωπάκος
ήταν
ένας σπασμένος κοριός
στο άσπρο πουκάμισο
του Γενάρη.
Θύμηση
Θα τους θυμάμαι πάντοτε από σκιές δεμένους
στα σκοτεινά δρομάκια του Κουλέ-Καφέ.
Από τότε άλλαξαν πολλά
σβήστηκαν τα ονόματα
τα σύννεφα πνίγουν τα καράβια και τα τρένα
το αίμα τους δεν κοιμάται τρομάζει το βράδυ τα παιδιά.
Στολισμένοι
Στολισμένοι με τα αιμόφυρτα ρόδα της αγάπης
από έκθαμβα φύλλα και σμήνη εκστατικών στιγμών
προσπερνούμε ανώφελες περιοχές που σκοτώνουν τα όνειρα
γερασμένες σκιές, ξεστρατισμένες εποχές
και το φοβερό μυστήριο της σπασμένης λάμπας
κάτω απ’ τις στοιβαγμένες νύχτες όλων των ανθρώπων
γεμάτες τρύπες στουπωμένες με ξερές ψυχές
αφήνοντας πίσω μας ανέγγιχτη τη λήθη.
Κορνίζα χωρίς φωτογραφία
τελευταία χάρη
Τραγούδησα γι? αυτούς που έπεσαν
για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.
Τραγούδησα γι? αυτούς που τυραννίστηκαν
για την ελπίδα του ανθρώπου.
Ας μου δοθεί σαν τελευταία χάρη τώρα
να πάρω ένα δρόμο απάτητο
να συναντήσω χωρίς φόβο το σκοτάδι
να πάψουν να με κυνηγούν σκιές
να βρω καινούρια γέφυρα
στη νύχτα που στύβει το φεγγάρι
και το πετάει μαδημένο
στις άδειες στέρνες των αιώνων.
Όταν επιστρέψω τη σάρκα μου
Όταν επιστρέψω τη σάρκα μου
Πάρτε την εσείς καλαμποκιές
Όταν επιστρέψω το αίμα μου
Πάρτε το εσείς κληματαριές
Όταν επιστρέψω τη φωνή μου
Πάρτε την εσείς ανέμοι.
Αλύπητα σκορπάτε με
Εδώ και εκεί σκορπάτε με
Στους αιώνες των αιώνων.
Μονάχα την αγάπη αρνούμαι να επιστρέψω
σε τούτο το απέραντο χωρίς αγάπη σύμπαν.
Παράπονο σκοτωμένου μακεδόνα στρατιώτη στην Κρήτη
Στις πράσινες κοιλάδες του Καλόκαστρου που σαλεύουν ρείκια παπαρούνες καλαμιές αγελαδάρης ήμουν μια παλιοζωή θα πεις πότε νηστικός πότε ξαγρυπνισμένος μα είχα το κυνήγι το ψάρεμα ήταν και οι κοπέλες με το γλέντι τους. Τώρα σ' αυτό το μέρος κι από πάνω μου ερείπια κ' ερείπια και του Βαθύλακκου οι λεμονιές καψαλισμένες απ' τον πόλεμο. Σύννεφα παν και σύννεφα έρχονται οι μέρες συνάζονται αδιάκοπα μια μια η θάλασσα πότε χαρούμενη πότε λυπημένη. Κ' εκεί στα μέρη του Βορρά η γριά μητέρα μου σήμερα κι αύριο και μεθαύριο σαν χτες και σαν προχτές θε' να μου γράφει ώρες δακρυσμένη γράμματα εκείνα τ' ανορθόγραφα θαυμάσια γράμματα που παίρνει κανείς απ' την πατρίδα του μα εγώ ποτέ δε θα τα πάρω ποτέ για να μάθω αν η μοδίστρα η Ελένη αρραβωνιάστηκε ή με περιμένει ακόμα. , | |
Πρωινή εκτέλεση
Δε ξέρω, δε διακρίνονταν καλά
αν ήταν αίμα ή παπαρούνες ή γαρύφαλα
μα ή αίμα ή παπαρούνες ή γαρύφαλα
περίλυπη έπλεε πάνω τους η αυγή, περίλυπη
κι ύστερα οι ίσκιοι χάθηκαν
οι φυλακισμένοι λευτερώθηκαν.
Τίποτε πιο πικρό, ένας σπίνος!
Στο λαό να πείτε, αυτούς
αυτούς τους στρατιώτες του αποσπάσματος να κλάψει
γιατί οι στρατιώτες οι φτωχοί
τους εαυτούς των σκότωσαν.
Ένα γέλιο άνθιζε
Ένα γέλιο άνθιζε σ' ένα βλαστάρι από φως
ήταν κι ένα κρεμεζί γαρύφαλο.
Βιαστικά τον έπιασαν με γέλιο και γαρύφαλο
βιαστικά τον δίκασαν με γέλιο και γαρύφαλο
βιαστικά τον σκότωσαν με γέλιο και γαρύφαλο.
Το γέλιο έδεσε καρπός στα χείλια των φτωχών
τα στήθια γέμισαν γαρύφαλα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου