ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

 



       Παρακάτω παραθέτω μια μικρή ανθολογία με ποιήματα, που έχουν γραφτεί για τα όνειρα. Το πρώτο ποίημα είναι δημοτικό τραγούδι, που το συναντάμε σε διάφορες παραλλαγές. Εδώ θα διαβάσετε την παραλλαγή, που θεωρώ ομορφότερη. Καλή ανάγνωση. 



Μες την Αγιά Παρασκευή κοιμάται κόρη μοναχή 

 Σηκώνεται και ντύνεται και πάει στη μητέρα της: 

 -Απόψε είδα στον ύπνο μου, σ' ονειροφαντασιά μου 

πάνω σε πύργο ανέβαινα σε περιβόλι έμπαινα, 

και σε ποτάμια με νερό. 

Ξήγα μου μάνα τ' όνειρο. 

 

- Ο πύργος είναι ο χάρος σου, το περιβόλι ο τάφος σου, 

τα δυο ποτάμια με νερό, τα δάκρυα που θα χύσω 'γω. 

 

 -Μάνα κακή, μάνα κακιά, δεν μου το 'ξήγησες καλά. 

 

Ο πύργος είναι ο άνδρας μου, το περιβόλι ο γάμος μου, 

τα δυο ποτάμια με νερό, κρασί για το συμπεθεριό. 

 

Δημοτικό Σαρακατσάνικο 

 

 

Το όνειρόν μου      

Γελούσαν τα τριαντάφυλλα, οι ανθοί μοσχοβολούσαν
Και σε πουλιού πουρπούλισμα μόνον εσειούντο οι κλάδοι,
Και η αντηλιάδες στης δροσιάς τις στάλαις εγλιστρούσαν
κι από διαμάντι ολόσπαρτο μου εφάνη ένα λιβάδι.
Τρεμουλιαχτές στα μάτια μου επαίζανε η αχτίδες
παρέκει εμουρμουρόκλαιγε μια βρύση στο πλευρό μου,
εδώ πως σε είδα μοναχή, πως μοναχόν με είδες
μου εφάνη εις τ’ όνειρό μου.

Λες και αγγελούδας ευμορφιά να σου έδινε η χλωμάδα
τα μάτια σου αναγάλιαζαν στη λάμψη και στη χάρη
σα στονερό το καθαρό του ήλιου η αντιλιάδα
και απ’ τα μαλλιά Σου επέρναγε το βάλσαμο να πάρει
χαρούμενο, ανεμπόδιστο της μοναξιάς τ’ αέρι
και σα να μη μ’ εγνώριζες και σα στο λογισμό μου
ποτέ να μην επέρασες, ποτέ δε σε είχα φέρει
μου εφάνη εις τ’ όνειρό μου.

Ψιλό έπεφτε στους κόρφους σου το φόρεμα σαν πάχνη
που έβλεπε και δεν έβλεπε τα στηθια σου το μάτι
σα στον καθρέπτη τη θωριά όπου σκεπάζει η άχνη
με αγγέλου αέρα το κορμί το ολόλαμπρό σου επάτη
και σαν να σε ξεγέλαγε με χίλια δυο η μοίρα
ολόχαρη, ξεπέταχτη σε είδα στο λογισμό μου.
Κόρη, ας μην είναι πλάνη μου αυτή η χαρά που επήρα
για σένα στ’ όνειρό μου.

Και γύρω σαν να εγύρευες ανθό της αρεσκιάς Σου
στα χαμολούλουδα έσκυφτες και η πεταλούδες φεύγαν
και εγώ με κλόνο της μυρτιάς εσίμωσα κοντά Σου
μ’ είδες γλαρά, δεν λάλησες, αλλ’ η ματιές σου ελέγαν
πως ήθελε το χέρι σου τον κλόνο μου να πάρει.
Μου έδωκες το χαμόγελο, σου έδωκα τον ανθό μου
τον πήρες με κυπαρισσιού τον έσμιξες κλοναρι
μου εφάνη εις τ’ όνειρό μου.

Εξύπνησα και στ’ όνειρο πλανιέται ο λογισμός μου
τον κόσμο, κόρη, θα δηλεί το στολιστό λιβάδι
το θαμποβόλημα εξηγεί την πλάνη αυτή του κόσμου
κι αγνώριστος που σου έδωκα εγώ το μυρτοκλάδι,
σημαίνει, για τον έρωτα πως μια ζωή δε φθάνει.
Με το κυπαρισσόκλονο που έσμιξες τον ανθό μου
Δηλεί πως θα αγαπά η ψυχή και όταν κανείς πεθάνει
– Αυτό είναι τ’ όνειρό μου.

 

Δημοσθένης Βαλαβάνης 

 

 

Χαλκίδα

Να 'ν' σπασμένοι οι δρόμοι, να φυσάει ο νότος
κι' εγώ καταμονάχος και να λέω: τι πόλη!
να μην ξέρω αν είμαι –μέσα στην ασβόλη–
ένας λυπημένος πιερότος!

Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,
ω Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) και φέτος
ήμουν –στ' όνειρό μου είδα– Περικλέτος,
πάλι Περικλέτος ήμουν –είδα...

Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοί μου οι κόποι
πάν' σε ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,
ως θερία, ως δέντρα –αναγλυμένοι– ως ψάρια
τα όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.

Τώρα; Πόλη, τρέμω τα γητέματά σου
κι είμαι ακόμα ωραίος σαν το Μάη μήνα,
κρίμα, λέω, θλιμμένη να 'σαι κολομπίνα
και να κλαίω εγώ στα γόνατά σου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Έτσι να 'ν' σπασμένοι, να φυσά απ' το νότο
και με πίλο κλόουν να γελάς, Χαλκίδα:
Αχ, νεκρόν στο χώμα –να φωνάζεις– είδα
έναν μου ακόμη πιερότο!..

 

Γιάννης Σκαρίμπας 


Είδα

Eίδα μια χώρα ξωτικιά στ’ ανήσυχο όνειρό μου:
πόσ’ όμορφη δε θα το πει ποτέ καμιά ψυχή.
Tο νου μου πήρε κι άφησα το φτωχικό χωριό μου
κι έκανα τάμα μόνο εκεί ν’ αράξω· μόνο εκεί.

Tρελλό παιδί ξεκίνησα δεμένο με τα μάγια
του ονείρου μου, κι εγνώρισα τις χώρες του γιαλού,
είδα τις χώρες π’ άστραφταν σε κάμπους και σε πλάγια,
μα η χώρα μου, όλο πήγαινα- κι ήτανε πάντ’ αλλού.

Διαβάτες μ’ ανταμώσανε καλοί και μου ‘παν: Mείνε
είν’ όμορφη κι η χώρα μας· καιρός ν’ αράξεις πια.
είν’ όμορφη κι η χώρα σας, διαβάτες, μα δεν είναι
εκείνη που ονειρεύτηκα και με τραβάει μακριά.

Έτσ’ είναι. Σύρτε, κι άστε με να σιγοταξιδεύω
και να περνάω μονάχος μου και κάμπους και βουνά,
ίσως τη βρω· μ’ αν δεν τη βρω τη χώρα που γυρεύω
μη μου ζητάτε, αδέρφια μου, ν’ αράξω πουθενά…

 

Λάμπρος Πορφύρας  


Όνειρο μέσα σε όνειρο

Δέξου ετούτο το φιλί στο μέτωπό σου!

Και τώρα που χωρίζουμε,

Άφησε να σου πω-

Ότι οι μέρες μου εκύλησαν μέσα στ΄ όνειρο

Είναι αλήθεια, όπως το λεγες΄

Αν, όμως, η ελπίδα πέταξε

Μες σε μια νύχτα ή μια μέρα,

Μες σ’ ένα όραμα ή μες στο τίποτα,

Είναι γι’  αυτό λιγότερο χαμένη;

Όλα όσα βλέπουμε ή ό, τι φαινόμαστε

Όνειρο είναι μέσα σε όνειρο.

 

Στέκομαι ανάμεσα στο βογκητό

Μιας θαλασσοδαρμένης ακτής,

Και μες στα χέρια μου κρατώ

Κόκκους χρυσούς της άμμου-

Πόσοι λίγοι! Κι όμως πως γλιστράνε

Από τα δάχτυλά μου και βαθιά πάνε,

Καθώς θρηνώ-καθώς θρηνώ!

Θεέ μου! μήπως θα μπορούσα  

Μέσα στο χέρι πιο σφιχτά να τους κρατούσα;

Θεέ μου! πως θα κατορθώσω

Μόνο ένα απ’ το ανήλεο κύμα να γλιτώσω;

Όλα όσα βλέπουμε ή ό, τι φαινόμαστε

Όνειρο είναι μονάχα μέσα σε όνειρο;

 

Έντγκαρ Άλλαν Πόε (Μετάφραση Στέφανος Μπεκατώρος) 

 

Ό,τι θυμάμαι από τη Μαρία Α.

1
Τη μέρα εκείνη, με τη μπλε σεπτεμβριανή σελήνη,
σε μια μικρή δαμασκηνιά αποκάτω, δίχως λέξη
να λέμε, κράταγα στην αγκαλιά μου τη χλωμή μου
αγάπη, κι είταν όνειρο γλυκό – αχ, και να μη φέξει!
Κι απάνω μας, στον όμορφο τον ουρανό του θέρους,
καθόταν ένα σύννεφο που τό ’βλεπα ώρες και ώρες:
λευκό, κατάλευκο, τεράστιο, στον αιθέρα αλλάργα·
μα σαν επήγα να το ξαναδώ, είταν σ’ άλλες χώρες. 


Μπέρτολτ Μπρεχτ 



 

 Έτσι μικρό ήταν τ' όνειρό μας

 

Έτσι μικρό ήταν τ' όνειρό μας.

Μα τούτο τ' όνειρο ήταν τ' όνειρο

όλων των πεινασμένων και των αδικημένων.

 

Κι οι πεινασμένοι ήταν πολλοί

κι οι αδικημένοι ήταν πολλοί

και τ' όνειρο μεγάλωνε σιγά-σιγά.

 

Μεγάλωνε πάντοτε

το ίδιο στρογγυλό σαν το ψωμί

και το ίδιο στρογγυλό και σαν τον ήλιο

και το ίδιο στρογγυλό και σαν τη γη

και το ίδιο στρογγυλό σαν τον ορίζοντα.

 

Ετούτο τ' όνειρο των πεινασμένων,

τ' όνειρο των αδικημένων

όλου του κόσμου.

 

Γιάννης Ρίτσος 

 

 

Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού

 

Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά. Είχανε κλείσει ένα σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν κάτου απ’ το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από πάντα και το ξεχνούσαν με τον ήλιο.

 

Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν στα νερά τη σκιά τους. Κι ήτανε σαν αγάλματα μικρά της ερημιάς και της γαλήνης. Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι. Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.

 

Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.

Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.

 

Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι που ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν. Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.

Γι᾿ αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά με το φεγγάρι.

 

 

Γιάννης Ρίτσος 

 

 

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ, απαθής, βλέπει να πνίγονται· με τα χέρια στις τσέπες, παρακολουθεί τον καταποντισμό τους. Σκοινί δεν έχει να τους ρίξει, να πιαστούν, ούτε σωσίβιο, αλλ' ούτε καν σανίδα σωτηρίας. Στέκετ' εκεί, ακίνητος, και βλέπει σχεδόν ευτυχισμένος, τον πνιγμό τους. Στο βάθος βάθος, είναι ανακούφιση, είναι παρηγοριά να μένεις, επί τέλους, δίχως όνειρα, καθότι, ως γνωστόν, τα όνειρα έχουν την τάση αδιάκοπα να ναυαγούν και πρέπει εσύ αδιάκοπα να τα διασώζεις.

Αργύρης Χιόνης 

 

 

Όνειρο

' Ω, μάνα γιατί μου το έκανες αυτό;
Γιατί με ξύπναγες;
Δεν ξέρεις μάνα πως μόνο στα όνειρά μου Ζω;
Έβλεπα φωτεινούς φάρους,
φωτεινούς δρόμους,
ουρανό χωρίς το μαύρο σύννεφο.
Έβλεπα πρόσωπα χαμογελαστά
χωρίς αρχόντους,
χωρίς ζητιάνους,
χωρίς χωροφυλάκους,
χωρίς χαφιέδες.
Έβλεπα κορίτσια κι αγόρια
που έμοιαζαν με ελάφια και πετούσαν
και φιλούσαν
χωρίς προξενιό,
χωρίς προίκα
και πετούσαν και φιλιούνταν και φιλιούνταν.
Μάνα ν' αργείς να με ξυπνάς
γιατί το ξέρεις πως μόνο στα όνειρά μου Ζω.

 

Βασίλης Αγγελής

 

 

Τα όνειρα

Συνήθιζε να του μιλά
για ό,τι έβλεπε στον ύπνο της.
Θυμόταν λεπτομέρειες
– τα όνειρά της ήταν πάντα ζωηρά.
Τελειώνοντας, ζητούσε να της πει
και τα δικά του.
Της έλεγε τότε πως δεν είχε δει
ή πως τα ξέχασε
κι άλλοτε πάλι σώπαινε
χαμογελώντας ντροπαλά.
Αυτός τα όνειρα δεν τα ’βλεπε στον ύπνο του.

Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος 

 

 

 

Το όνειρο

 

Πως μ’ είδες σε γλυκόνειρο να παίζω, να γελώ

κι ήτανε τόσο ζωηρό σα να με είχες μπρος σου

μου ‘πες κι εγώ σ’ απάντησα: Κόρη μου ζηλευτή,

δε φτάνει τ’ όνειρό σου.

 

Κι αν είναι αλήθεια πως με είδες έτσι δα,

μέσα σε πέλαγα χαράς να πλέω,

είναι πικρό το όνειρο, ντυμένο στην ψευτιά,

αφού μπροστά σου κλαίω.

 

Είναι ο πόνος μου σπαθί κι η σκέψη μου βυθός

-στον κόσμο πως μονάχος μου θ’ αντέξω; -

αφού στα όνειρα που κάνεις ξυπνητή

μ’ αφήνεις πάντα απ’ έξω.

 

Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος 



Αν καμιά φορά με πιάσεις να λέω ψέματα…


Αν καμιά φορά με πιάσεις να λέω ψέματα
–σταμάτα να σου πω–
μη βιάζεσαι και με λες ψεύτρα.
Είναι τώρα που δεν μπορώ να ξεχωρίσω πια
και μπερδεύω πού σταματάει τ’ όνειρο
και πού αρχίζει η αλήθεια…

 

 Κατερίνα Γώγου 



Συγγνώμη

 
Ονειρεύτηκα τα πανηγύρια που ήμουνα παιδί.

Ονειρεύτηκα δύο μεγάλα μάτια.

Ονειρεύτηκα αυτήν με την πλεξούδα.

Ονειρεύτηκα μιαν ελιά που δεν πουλιέται

και λίγα γρόσια.

Ονειρεύτηκα τ΄απόρθητα τείχη της ιστορίας σου

το μύρο της αμυγδαλιάς

που τον καημό ανάβει

στις νύχτες τις ατέλειωτες.

Ονειρεύτηκα τους δικούς μου

της αδερφής το μπράτσο που μ΄ αγκάλιαζε

μετάλλιο ανδρείας.

Ονειρεύτηκα μια νύχτα καλοκαιρινή

κι ένα καλάθι σύκα.

Ονειρεύτηκα πολλά.

πολλά ονειρεύτηκα

γι αυτό συγχώρεσέ με.


 
Μαχμούντ Νταρουίς


Πυροβολήστε τα όνειρα

Ποιόν να δικάσεις;
Όσους παίζουν στον τζόγο
τα όνειρά σου;
Eσένα που τους αφήνεις 
σιωπώντας,
(είναι και η σιωπή ήττα καμιά φορά)
ή τα ίδια τα όνειρα;
Nαι, στην εποχή των παραλογισμών,
δεν θα ‘ταν απίθανο
κάποιοι να καταδικάσουν και τα όνειρα.
Ναι, ναι, τα όνειρα φταίνε για όλα!
Πυροβολήστε τα όνειρα.

 

Ασημίνα Ξηρογιάννη 

 

Η απόφαση

Δεν ήξερα.
Ανυποψίαστη προσπάθησα να γείρω
στο παλιό μας όνειρο, με την πεποίθηση
να ‘ρθει γλυκά ο ύπνος…
Γελάστηκα.
Πάλι ο φόβος τρύπωσε μέσα του.
Ξαγρύπνησα σ’ έναν εφιάλτη.
Τα ραγίσματα δεν κολλούν.
Ούτε στοκάρονται.
Χαλάει η όψη και παραμένουν εκτεθειμένα.
Έτσι μου είπαν.
Αποφάσισα ν’ αλλάξω όνειρο.

 

Γεσθημανή Σιδερίδη 

 

Όνειρο

 

Ανοίγεις τα παράθυρα του νου

να μπει αέρας καθαρός,

να μπει το φως της μέρας.

Βγαίνεις στην αυλή.

Ο ήλιος σε φωτίζει λαμπερός.

Δεκάδες δέντρα απλώνονται στο βάθος,

μύρισε ο άνεμος πεύκο και θυμάρι.

Ξυπνάς, ο ουρανός θολός,

τσιμέντο γύρω σου και σκόνη.

 

Θεοχάρης Παπαδόπουλος 

 

 

 

Όνειρα

 

Σβήσε το φως,

να πέσει το σκοτάδι,

να ξεχαστούν της μέρας τα δεινά.

Πέσε να κοιμηθείς.

Νέα ζωή,

υπάρχει στα όνειρά σου.

Δες όλα αυτά,

που κάποτε,

στ’ αλήθεια θε να γίνουν

και σαν ξυπνήσεις

ν’ ανασκουμπωθείς 

να πάρεις χώμα και πηλό,

ο ίδιος να τα πλάσεις.


Θεοχάρης Παπαδόπουλος 

Θαλασσινό όνειρο

 

Πλοίο με σκισμένη την σημαία,

σπασμένο το τιμόνι και σάπιο το κατάρτι,

όνειρα στοιβαγμένα μέσα σε ένα διαλυμένο αμπάρι

και μνήμες που έχουν φαγωθεί από την αλμύρα.

Τρύπια τα χρόνια σαν τα δίχτυα, που τα ξέβρασε η θάλασσα

κι η θύμησή σου ένας ξεθωριασμένος πίνακας.

Πέρασαν τα χρόνια, έσπασε και σκούριασε το πλοίο,

δίχως να βρει λιμάνι,

ο άνεμος το διέλυσε και έμεινε στην άμμο κολλημένο.

Εγώ ξεχάστηκα, να κοιτάζω τα ψαροπούλια,

λησμονώντας τον χρόνο.

Εσύ, σίγουρα με ξέχασες κι εγώ, σαν απομεινάρι

ετούτου εδώ του κόσμου, έμεινα δίπλα στο κουφάρι

ενός τσακισμένου πλοίου.

Εδώ δίπλα στις στραβωμένες λαμαρίνες,

θυμάμαι δύο μάτια που έλαμπαν πιο πολύ και από τον ήλιο,

θυμάμαι ένα σ’ αγαπώ που, σαν θαλασσινό αεράκι, με ταξίδευε

και στην πιο μακρινή θάλασσα.

Τώρα που τα ταξίδια τελείωσαν,

ήθελα να σου πω, πως σε ευχαριστώ,

που με έμαθες,

να ταξιδεύω βαθιά μέσα στο όνειρο.

 

Ανδριάνα Μπιρμπίλη 






 


 

 

 

 



 

 

 

 





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ

ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ Χ.Φ. ΛΑΒΚΡΑΦΤ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΙ ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ