ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΗΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Βιογραφικό
Ο Βασίλης Μεσολογγίτης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1905, όπου ο πατέρας του, χιώτικης καταγωγής, δραστηριοποιούνταν στις επιχειρήσεις. Όταν τα σύννεφα πάνω από το μικρασιατικό μέτωπο άρχισαν να πυκνώνουν, η οικογένεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα, στα 1921, και ο νεαρός Βασίλης φοιτά στη Νομική, προκειμένου να αναλάβει τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Όμως, η κλίση του προς τη λογοτεχνία σύντομα θα τον κερδίσει, με αποτέλεσμα να βάλει στην άκρη για πάντα τα νομικά του βιβλία και να επιδοθεί στο μόνο επάγγελμα που ταίριαζε στον ατίθασο χαρακτήρα του («είμαι τύπος που δεν μπορώ να κλειστώ πουθενά», έλεγε πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του) και το συγγραφικό του ταλέντο: τη δημοσιογραφία. Από το 1926 μέχρι το 1932 θα εργαστεί στις εφημερίδες της εποχής Αστραπή, Χρονογράφος και Ελληνικόν Μέλλον, ενώ παράλληλα θα αρχίσει να δημοσιεύει και τα πρώτα λογοτεχνικά του κείμενα σε περιοδικά της εποχής, όπως ο Νουμάς ή οι Νέοι Άνθρωποι και πολλά άλλα. Όμως η μεγάλη στροφή στη ζωή του Β. Μεσολογγίτη θα γίνει στα 1932, όταν «σαλτάρει ξαφνικά στο παλκοσένικο», όπως σημειώνει στην ίδια συνέντευξή του. Και επρόκειτο κυριολεκτικά για «σάλτο», αφού το λογοτεχνικό του ταλέντο και ένα τυχαίο γεγονός ήταν αυτά που τον έσπρωξαν στο παλκοσένικο. Συγκεκριμένα, το 1932, ο Β. Μεσολογγίτης, δημοσιογράφος πλέον με γνωριμίες στην «πιάτσα» των ηθοποιών του μουσικού θεάτρου, δίνει κείμενά του στον πρωταγωνιστή και θιασάρχη Νίκο Μηλιάδη για τη σατιρική επιθεώρηση Η πεισματάρα (όπου έπαιζαν, μεταξύ άλλων, οι Κάκια Μένδρη και Καίτη Ντιριντάουα). Η αρρώστια ενός ηθοποιού υπήρξε γι αυτόν η απρόσμενη ευκαιρία για να ερμηνεύσει ο ίδιος στο σανίδι τα κείμενά του. Η εμπειρία αυτή θα αποβεί καθοριστική για τον Βασίλη Μεσολογγίτη. Θα εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία για χάρη του θεάτρου και το άστρο του θα αρχίσει να μεσουρανεί καθʼ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου στον χώρο της επιθεώρησης, του βαριετέ και του μουσικού θεάτρου. Στη διάρκεια της Κατοχής συνεχίζει τις εμφανίσεις του στην Αθήνα, αλλά και στην επαρχία, όπου συλλαμβάνεται από τους Ιταλούς, μαζί με τους Καλή Καλό και Νίκο Φέρμα. Παράλληλα, δραστηριοποιείται στους κόλπους του ΕΑΜ και στη λειτουργία συσσιτίων για τους αναξιοπαθούντες ηθοποιούς. Τα Δεκεμβριανά τον βρίσκουν να δίνει παραστάσεις μαζί με την Κ. Ντιριντάουα σε ένα θεατράκι προς το Γαλάτσι, περιοχή όπου κυριαρχούσαν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Μολονότι μια δεξιά εφημερίδα της εποχής κατηγόρησε το θεατρικό αυτό ζευγάρι ότι... «επικεφαλής Αρμεναίων κατέλαβαν την Ασφάλεια» (!), θα συνεχίσει σε όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου τις εμφανίσεις του, έχοντας πλέον καθιερωθεί ως χαρακτηριστικός «τύπος» στο ελαφρύ θέατρο, όπως και αργότερα ως κωμικός, συμμετέχοντας σε (συγκριτικά λίγες) ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου την περίοδο 1957-1963. Όμως, πέρα από το «σαράκι» του ηθοποιού, τον Βασίλη Μεσολογγίτη έτρωγε από νωρίς και το «μικρόβιο» του συνδικαλισμού. Ήδη από το 1931 γίνεται μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1934 ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Αλλά το μετερίζι από το οποίο θα διαπρέψει θα είναι εκείνο του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Ήδη από τα 1947 εκτίθεται ως ανεξάρτητος υποψήφιος στις αρχαιρεσίες, αλλά στο Δ.Σ. θα εκλεγεί για πρώτη φορά το 1951. Το 1952 θα αναλάβει την προεδρία του ΣΕΗ, αντικαθιστώντας τον θανόντα Ευ. Μαγκλιβέρα, θέση στην οποία θα επανεκλέγεται διαρκώς για 15 συνεχή χρόνια, μέχρι την κατάργηση των εκλεγμένων διοικήσεων των σωματείων από τη δικτατορία. Κατά τη διάρκεια της θητείας του θα επιτύχει πολλές βελτιώσεις της επαγγελματικής θέσης των ηθοποιών, όπως η καθιέρωση Συλλογικής Σύμβασης, ο διαχωρισμός του Ταμείου Αλληλοβοήθειας από το Σωματείο, η ίδρυση του Οργανισμού Εταιρικών Θιάσων, αλλά θα βάλει μπροστά κι ένα μεγαλόπνοο σχέδιο για τη δημιουργία δημοτικών θεάτρων στην επαρχία, στο οποίο θα μπορούσε κανείς να ανιχνεύσει τα σπέρματα της ιδέας για την ίδρυση των σημερινών ΔΗΠΕΘΕ. Ως πρόεδρος του ΣΕΗ συμμετείχε επίσης στην Επιτροπή των 115 Συνεργαζόμενων Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων και σε όλους τους αγώνες για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος κατά τη δεκαετία του 1960. Μετά τη δικτατορία, έχοντας ήδη συνταξιοδοτηθεί, ο Β. Μεσολογγίτης, συνεχίζοντας το λογοτεχνικό του έργο, εκτέθηκε ως υποψήφιος βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στις πρώτες δημοκρατικές εκλογές και ως υποψήφιος δήμαρχος Ν. Σμύρνης, επικεφαλής κοινού ψηφοδελτίου ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ, το 1975. Ο Βασίλης Μεσολογγίτης έφυγε από τη ζωή στις 30 Απριλίου 1988, σε ηλικία 82 ετών.
Κριτικό σημείωμα από τον Γιώργη Σαραντή
Ο Βασίλης Μεσολογγίτης είναι μια ιδιαίτερη ανθρώπινη περίπτωση. Η ζωή του είναι μια αδιάκοπη προσφορά και στον κοινωνικό και στον εκπολιτιστικό και στον πνευματικό χώρο.
Ποιητής, πεζογράφος, ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας, συνδικαλιστής είναι ιδιότητες που δεν τις μετήλθε απλά ο Μεσολογγίτης αλλά κυριολεκτικά τις τίμησε.
Σαν ποιητής εμφανίζεται με την πολυσυζητημένη πρωτοπορειακή συλλογή του "Ο κήπος με τα ηλιοτρόπια". Σαν πεζογράφος με τον θρυλικό "Ακούμα". Σαν ηθοποιός κατακτά -εξ εφόδου-μια κορυφαία θέση στην Επιθεώρηση. Σαν θεατρικός συγγραφέας είναι ο πρώτος που απαγορεύεται από τη Χούντα. Σαν πρόεδρος του ΣΕΗ αφήνει ένα αδιαφιλονίκητο προηγούμενο.
Αν η ποίηση είναι μια επαύξηση της ζωής, μια συνειδητοποίηση, μια οργάνωση του χάους των ανθρώπινων συναισθημάτων και εμπειριών σε αισθητικές ενότητες η ποίηση του Μεσολογγίτη επαληθεύει αυτή την αντίληψη.
Μέσα στους στίχους του μεταφέρονται-σχεδόν ατόφια-τα γεγονότα και τα πρόσωπα της κοινωνικής ζωής. Χωρίς επίμονη αφαιρετική διαδικασία, αλλά με μια υπέρμετρη εμπιστοσύνη στην έμπνευση και τη στιγμιαία συναισθηματική παρόρμηση.
Αυτή η ποίηση έχει ένα ηθικό φορτίο. Χώρος της είναι όπου πραγματοποιείται η ανθρώπινη αντίσταση. Το κέντρο των σεισμών και των ζυμώσεων του καιρού. Εκφράζει την ανταρσία και την ανυποταγή, με εναλλασσόμενους οπτιμιστικούς και πεσιμιστικούς τόνους. Και πρέπει να υπολογίζεται όχι μόνο σαν πνευματική προσφορά, αλλά και σαν μαρτυρία της σύγχρονης ζωής.
ΓΙΩΡΓΗΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ
Παρακάτω παραθέτουμε αποσπάσματα από την ποιητική σύνθεση του Βασίλη Μεσολογγίτη: "Στο ίδιο αμόνι":
Το πράσινο χόρτο που πατούσαμε
κοκκίνησε.
Τόνους αιμάτινη βαφή
έριξε η βία πάνω του.
Η μάνα αγκαλιάζει το σταυρό
του σκοτωμένου παιδιού της.
Η σφαίρα που το χτύπησε
έχει παγκόσμια ταυτότητα.
Το παιδί αυτό το ανταμώσαμε στρατιώτη στο Βιετνάμ,
στην Καμπότζη, στην Κύπρο, στο Λίβανο.
Νεκρό παντού
κι η ίδια μάνα να το κλαίει.
Χτυπήσανε την πόρτα μας.
Την ανοίξαμε για φιλοξενία.
Έτσι κάναμε πάντα για τους ανθρώπους.
Αντί για φως
μπήκε σκοτάδι.
Μας στήσανε στον τοίχο
και μας τουφέκισαν.
Ύστερα φύγανε ικανοποιημένοι.
Μείνανε τα πτώματά μας
σκόρπια στην αυλή.
Δεν σκεφτήκανε όμως
πως κάποτε τα πτώματα αυτά
θα γίνουν γραφή,
θα γίνουν ιστορία.
Θα την προλάβουμε την άνοιξη
ή πρέπει να βιαστεί ναρθεί;
Το σύννεφο που κατεβαίνει είναι εχθρός.
Λαχταρούμε να φορέσουμε σκουφί ήλιου
μα δεν μας αφήνουν να περιμένουμε.
Ο περίπατος με γαρύφαλλο στο χέρι
θα ήταν ανακούφιση.
Όπου νάναι θα βρέξει
και τις ομπρέλες μας τις έσκισε ο σορόκος.
Την ανατολή την κάνανε φυλακή.
Μας αφήσανε τις νύχτες.
Η συντροφιά του φεγγαριού μας μελαγχολεί.
Σουρνώμαστε σ' ένα πεπρωμένο
που μισούμε.
Θέλουμε να ξεφύγουμε από το εφιαλτικό αυτό στρατόπεδο.
Άχρηστα υλικά από κατεδαφισμένες ελπίδες
μας φράζουν το δρόμο.
Κι είναι ακόμα Γενάρης.
Εμείς που σχεδιάσαμε παρθενώνες
και δεν μας δώσατε γη να τους στήσουμε.
Εμείς που πιάσαμε τις στιγμές
και τις κάναμε αιώνες.
Εμείς που αδελφώσαμε τα περιστέρια
με τα γαρύφαλλα
και πλύναμε το πουκάμισό μας στο γαλάζιο ποτάμι
της ελπίδας.
Εμείς που κατεβάσαμε τον ήλιο και τον κάναμε πανωφόρι των φτωχών
κι ανοίξαμε μονοπάτια
για τους χαμένους στρατοκόπους.
Εμείς που τραγουδάμε την ειρήνη
και τις νύχτες ονειρευόμαστε την ευτυχία των ανθρώπων.
Εμείς που τις ερημιές τις κάναμε πολιτείες
και μας τις αρπάξατε και τις δώσατε στα θεριά
να τις φυλάνε. Από ποιους;
Από μας; Που κάναμε το δάκρυ Αυγουστιάτικο
ηλιοβασίλεμα και γλυκό χαμόγελο αγγέλου,
την ώρα που του χαϊδεύει το κεφάλι ο Θεός;
Από μας που τη βροχή την κάναμε
αγιασμό για τα χωράφια μας,
τον αγέρα χορό
και τις φουρτούνες
ζεστό κόρφο;
Από μας;
Ποιος θα φυλάξει τις πολιτείες
από σας;
Ποιος;
Έχει ο καθένας μας ένα αστροπελέκι κουράγιου
στην καρδιά
και τη βεβαιότητα γι' αντρίκιο πεθαμό.
Η νύχτα τέλειωσε για μας.
Έχουμε τη φέτα του ήλιου
και θα τη μοιραστούμε συντροφικά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου