Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιανουάριος, 2014

ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΡΙΔΗΣ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ  Ο Κώστας Γαρίδης γεννήθηκε στους Δολούς της Μεσσηνιακής Μάνης το 1919, περάτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη Μεσσήνη και συνεργάστηκε από νωρίς σε πελοποννησιακά περιοδικά και εφημερίδες και αργότερα σε περιοδικά της Αθήνας, όπου εγκαταστάθηκε. Η ποιητική του εμφάνιση σημειώθηκε στην περίοδο της Κατοχής και συνεχίστηκε με σοβαρότητα και συνέπεια. Μεγαλωμένος σε δύσκολες περιόδους, προσάρμοσε την έμφυτη λυρική του διάθεση στο μεταπολεμικό κλίμα, διατηρώντας μια εγκαρτέρηση και μια λύπη, που διαβρέχουν τους στίχους του. Πηγαίος, με δροσερή φαντασία και εικονοπλαστική λιτότητα, τραγουδάει με εκφραστική σαφήνεια τη ρευστότητα της ζωής, τη φυσική ομορφιά και τις αποχρώσεις μιας προβληματιζόμενης εσωτερικότητας. Πέθανε το 1984. ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:  Νοσταλγίες, 1943 Η σιωπή και οι άνθρωποι, 1955 Δύσκολες ώρες, 1957 Ανακωχή με τη σιωπή, 1960 Στώμεν καλώς, 1963 Η Παναγιά των μελτεμιών, 1965 Φολέγανδρος, 1966 Τετράδια μοναξιάς, 1971 Εαρινή επίσκεψη, 1972 Ενδοσκόπιο, 1973 Ζήτημα π

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Το ποίημα, που ακολουθεί, πολλοί το γνωρίζουν στην μελοποιημένη μορφή του, δηλαδή με κομμένες στροφές. Εδώ παρατίθεται ολόκληρο.  Γυναίκα  Στον Αντώνη Μωραΐτη Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία. Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα. Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία. Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα. Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου. Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει. Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου, για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει. Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι. Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο. Ποιος σκύλας γιος μας μούντζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι, που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο; Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι. Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα. Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι, πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα. Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει. Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες. Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει τη νύχτα

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ "ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ":  ΜΠΟΝΑΜΑΣ Σαράντα σβέρκοι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες ξετσίπωτοι ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι ντυμένοι στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι. Εξήντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς βαράν καμπάνες) φάγανε γουρουνόπουλα, στραγγίσαν νταμιτζάνες! Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στα τζάκια, κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στα μπατζάκια. Την προσευκή τους κάνανε τα πράματα ν’ αλλάξουν να ξεπροβάλουν οι κυράδες του Δεκαημέρου χωρίς καπίστρι και λουρί, πολλές μαζί… (φυλάξου τα πισινά του μουλαριού τα μπρος του καλογέρου!) Κι ο Σατανάς τούς άκουσε που πιο καλά τους ξέρει κι έστειλε τον καθηγητή της ηθικής ξεφτέρι… Όξω οι φτωχοί φωνάζανε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες” γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες. Κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι ανοίξαν το παράθυρο κι είπανε: «Φταιν οι αθέοι».  Σε αυτή τη μορφή το ποίημα δημοσιεύτηκε, με τον τίτλο «Μποναμάς» και με τη σατιρική υπ

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ

Ένα συγκλονιστικό ποίημα της Κατερίνας Γώγου:  Ετών 9 Όταν ξυπνήσεις το πρωί και δεν θα βρεις στο πάτωμα χαπάκια πουλόβερ και σουτιέν και χτυπήσεις με δύναμη την πόρτα χωρίς ν' ακούσεις πίσω σου το υστερικό μου "σκασμός" μη βάλεις τα κλαματα και πας για να με βρεις στην παιδική φωτογραφία μου που σε κοιτάει. Ποτέ δεν έβλεπα. Ούτε στα ηλίθια γραφτά μου. Σούψω πει ψέματα, Πάντοτε σούλεγα πως είναι όμορφοι οι άνθρωποι τα χρώματα κι η μουσική. Μέτρησε μόνο τα μεροκάματα που έκανα μ' αυτό θα μάθεις πως έζησα. Μέτpησε έπειτα το νοίκι μας ποτέ δεν φτάνανε να το πληρώσω. Και πόσο φως έκαψα ψάχνοντας να βρω τρόπο. Τράβα μετά και γύρεψε απ' τον πατέρα σου για τελευταία φορά χρήματα και δώσε τα χρέη μου. Ύστερα πλύνε τα μούτρα σου και μην αφήσεις κανέναν να σου πει τι απόγινε με τη μάνα σου. Μόνο κάτω απ' αυτές τις ηλίθιες αποδείξεις φτιάξε έναν ήλιο απ' αυτούς που μόνο εσύ έχεις στο νου σου΄ και κάτω απ' αυτόν γράψε με τ' αστεία παιδικά σου γράμματα ΞΟΦΛΗΣΕ!