ΤΑ ΖΩΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Τα ζώα στην ποίηση είναι ένα τεράστιο θέμα. Υπάρχουν άπειρα ποιήματα, που είτε είναι φιλοζωικά, είτε αναφέρουν τα ζώα ως σύμβολα. Μόνο για γάτες και σκύλους έχουν γραφτεί χιλιάδες ποιήματα. Με αφορμή την ραδιοφωνική εκπομπή "Τα ζώα στην ποίηση", που παρουσιάστηκε στις 8/4/2017 στον "Επικοινωνία 94FM", στα πλαίσια των εκπομπών, που παρουσιάζει η ομάδα "Ποίηση στην εποχή της εκποίησης", παραθέτουμε εδώ μερικά ποιήματα για ζώα. Αρχικά, παραθέτουμε τα ποιήματα, που ακούστηκαν στην εκπομπή. Στη συνέχεια παραθέτουμε και μερικά ακόμα ποιήματα, που δεν ακούστηκαν στην εκπομπή γιατί θα χρειαζόταν μια ώρα μετάδοσης ακόμα. Τα ποιήματα είναι επιλεγμένα με εντελώς υποκειμενικά κριτήρια και εννοείται πως υπάρχουν και άλλα πολύ όμορφα ποιήματα με ζώα. Η ανάρτηση ολοκληρώνεται με μια σειρά φωτογραφιών, που στόχο έχουν να μας ευαισθητοποιήσουν πάνω στο θέμα της κακοποίησης των ζώων.
ΑΓΕΛΗ
Όταν το νόημα της αγέλης φθείρει τις ρίγες της γαζέλας
τότε ο δράκος θα γεννήσει ριπές φωτεινού υγρού
κάτι σαν βροχή
και θ’ αρχίσει να λούζει μ’ αυτές την αγέλη
μόνο που δεν θα ‘ναι νερό, θα ‘ναι φωτιά μεταμορφωμένη
και θα κάψει την αγέλη και θα μείνουν απολιθώματα
ως παράδειγμα για τις επόμενες γενιές
να μάθουν να μιμούνται την γαζέλα και όχι την αγέλη.
ΙΩΑΝΝΑ ΑΡΓΥΡΙΟΥ
Ξέρετε τι τιμή τα κάνουνε
Όταν τα ζώα αυτά
Τα ονομάζουμε αδέσποτα
Είναι χωρίς κυρίους
Χωρίς αφεντικά το νιώθετε
Αυτό δεν είναι πια τιμή
Αυτό είναι προνόμιο
Γι’ αυτό και κάθε εξουσία
Τους ρίχνει φόλα με ευχαρίστηση
ΑΡΓΥΡΗΣ ΜΑΡΝΕΡΟΣ
ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ
Μικρή γκρίζα γάτα κοιμάται
στη μέση του δρόμου.
Γύρω φορτηγά, λεωφορεία.
Και δεν ακούς τίποτα
τίποτα
παρά την ανάσα της, που λείπει.
ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ
ΕΝΑ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟ ΓΑΤΑΚΙ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ
Είναι πια, βέβαια, θέαμα κοινό στη λεωφόρο
τα μικρά γατάκια
που πάν να διασχίσουν και τα σκοτώνουν τ’ αυτοκίνητα.
Όμως αυτό
έτσι που άπλωσε απαλά
το μπροστινό του ποδαράκι στην άσφαλτο
σα χεράκι κοιμισμένου παιδιού στο στήθος μας,
όμως αυτό
έτσι που αγκάλιασε την άσφαλτο,
έτσι που κάτι της ζήτησε…
ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
ΕΝΟΧΗ
Βάλτωσε η νύχτα στις παρυφές της αγωνίας.
Έτρεχε στην τσιμεντένια άσφαλτο
όλο και πιο γρήγορα.
Βραδινός προπονούμενος.
Με κατεβασμένο σκουφάκι στ’ αυτιά.
Κάτω απ’ το δέρμα του η ενοχή
γλίστραγε υγρή.
Πέρασε ώρα.
Το χαλασμένο φανάρι άναψε ένα κοραλλί που φωσφόριζε.
Σιγά σιγά το έδαφος άρχισε να βουλιάζει.
Πρώτα, αισθάνθηκε δάχτυλα να αγγίζουν τη φτέρνα του.
Κοντοστάθηκε.
Ξεγελάστηκε πως ήταν κράμπα.
Όμως ήταν δάχτυλα.
Τότε θυμήθηκε τη γάτα με τα λιωμένα έντερα
που σερνόταν στο δρόμο
όταν έπεσε πάνω της με τ’ αμάξι.
Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα.
Η άσφαλτος λιώνοντας σε σπείρα τον τύλιξε
θάβοντάς τον μέσα.
Έπειτα έγινε ησυχία.
ΚΑΡΙΝΑ ΒΕΡΔΗ
Έρχονται αθόρυβα οι μέρες μου
-γάτες με πέλματα βελούδινα
και ταχύτητα αστραπής-
τρίβονται μια στιγμή ανάμεσα στα πόδια μου.
Σκύβω να τις χαϊδέψω·
έχουνε κιόλας φύγει.
ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ-ΜΕΝΤΙΟΥ |
Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια! Kούτσα μια και κούτσα δυο, της ζωής το ρημαδιό. Mεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι· ούλοι: δούλοι, αφεντικό και μ' αφήναν νηστικό. Tα παιδιά, τα καλοπαίδια, παραβγαίνανε στην παίδεια, με κοτρώνια στα ψαχνά, φούχτες μύγες στ' αχαμνά! Aνωχώρι, Kατωχώρι, ανηφόρι, κατηφόρι και με κάμα και βροχή, ώσπου μού βγαινε η ψυχή. Eίκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι κ' έχτισα, στην εμπασιά του χωριού, την εκκλησιά. Kαι ζευγάρι με το βόδι (άλλο μπόι κι άλλο πόδι) όργωνα στα ρέματα τ' αφεντός τα στρέμματα. Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα" κουβαλούσα πολυβόλα να σκοτώνονται οι λαοί για τ' αφέντη το φαΐ. Kαι γι' αφτόνε τον ερίφη εκουβάλησα τη νύφη και την προίκα της βουνό, την τιμή της ουρανό! Aλλ' εμένα σε μια σφήνα μ' έδεναν το Mάη το μήνα στο χωράφι το γυμνό να γκαρίζω, να θρηνώ. Kι ο παπάς με την κοιλιά του μ' έπαιρνε για τη δουλειά του και μου μίλαε κουνιστός: ― Σε καβάλησε ο Xριστός! Δούλεβε για να στουμπώσει όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι. Mη ρωτάς το πώς και τί, να ζητάς την αρετή! ― Δε βαστώ! Θα πέσω κάτου! ― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου! ― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!... ― Σουτ! Θα φας στον ουρανό! K' έλεα: όταν μιαν ημέρα παρασφίξουνε τα γέρα, θα ξεκουραστώ κ' εγώ, του θεού τ' αβασταγό! Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι! Θα μου δώσουνε μια κόχη, λίγο πιόμα και σανό, σύνταξη τόσω χρονώ! Kι όταν ένα καλό βράδι θα τελειώσει μου το λάδι κι αμολήσω την πνοή (ένα πουφ! είν' η ζωή), η ψυχή μου θενά δράμει στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη, τ' άσπρα, τ' αχερένια του να φιλάει τα γένια του!... Γέρασα κι ως δε φελούσα κι αχαΐρευτος γυρνούσα, με πετάξανε μακριά να με φάνε τα θεριά. Kωλοσούρθηκα και βρίσκω στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο: -"Xαίρε φως αληθινόν και προστάτη των κτηνών! Σώσε το γέρο κυρ Mέντη απ' την αδικιά τ' αφέντη συ που δίδαξες αρνί τον κυρ λύκο να γενεί! Tο σκληρόν αφέντη κάνε από λύκο άνθρωπο κάνε!..." Mα με την κουβέντ' αφτή πόρτα μού κλεισε κι αφτί. Tότενες το μάβρο φίδι το διπλό του το γλωσσίδι πίσου από την αστοιβιά βγάζει και κουνάει με βια: ― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια κ' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια, μα θεοί κι οξαποδώ κει δεν είναι παρά δω. Aν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου θα το βρείς. Oπού ποθεί λεφτεριά, παίρνει σπαθί. Mη χτυπάς τον αδερφό σου - τον αφέντη τον κουφό σου! Kαι στον ίδρο το δικό γίνε συ τ' αφεντικό. Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο, χάιντε Σύμβολον αιώνιο! Aν ξυπνήσεις, μονομιάς θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς. Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει κ' έχ' η πλάση κοκκινήσει κι άλλος ήλιος έχει βγει σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη". |
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Προσπαθήσαμε να το κρύψουμε στο σπίτι για να μην
το δουν οι γείτονες.
Ήταν δύσκολο, καμιά φορά χρειαζόταν να λείψουμε
Κι οι δυο μαζί κι όταν επιστρέφαμε
Βρίσκαμε περιττώματα και κάτουρα
παντού.
Αρνιόταν να μάθει να πηγαίνει εκεί όπου πρέπει
Αλλά είχε τα πιο γαλανά μάτια που έχεις δει
ποτέ
Έτρωγε ό,τι τρώγαμε κι εμείς
και καμιά φορά βλέπαμε μαζί τηλεόραση.
Ένα βράδυ γυρίσαμε σπίτι και δεν το βρήκαμε
εκεί.
αίμα στο πάτωμα,
Μια γραμμή από αίμα.
Την ακολούθησα ως έξω στον κήπο
Και το βρήκα στους θάμνους,
Σακατεμένο.
Κρεμόταν μια πινακίδα απ΄τον κομμένο του
λαιμό:
«δεν θέλουμε τέτοια πράγματα στη γειτονιά μας».
Πήγα στο γκαράζ να πάρω το φτυάρι.
Είπα στη γυναίκα μου, «μην βγεις έξω».
Έπιασα το φτυάρι και
Βάλθηκα να σκάβω.
Ένιωθα πρόσωπα να με κατασκοπεύουν πίσω
από κατεβασμένα στόρια.
Είχαν και πάλι την γειτονιά τους,
Την ωραία ήσυχη γειτονιά με το καταπράσινο γρασίδι,
Τα φοινικόδεντρα, τα κυκλικά ιδιωτικά δρομάκια, τα παιδιά,
Τις εκκλησίες, τα σούπερ μάρκετ κ.λ.π
Έσκαψα στο χώμα.
ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ
ΚΥΜΑΤΟΦΙΛΙΑ
Ήμουν ένας σαστισμένος γλάρος και τίποτε άλλο.
Οδηγήθηκα στο κρατητήριο των αισθήσεων.
Το κύμα που ερωτεύτηκα μου κούφαινε τ’ αυτιά. Έχει μια πρωτόγονη εφηβική ματαιοδοξία. Με γέμιζε θάλασσα κι αισθήσεις. Είναι τόσο όμορφος όταν θυμώνει. Οι αφροί πεταρίζουν στα βλέφαρα. Καίγονται τα μάτια μου από τυφλό, αγνό, πελαγίσιο έρωτα. Και τι δε θα ‘δινα ν’ ανεμοδέρνομαι στα υγρά του δάχτυλα. Να τον βλέπω να ξεβράζει το λυγμό πάνω στο στήθος μου. Να σέρνεται με δυο πόδια μαραμένα πάνω στα βότσαλα. Κι αυτές οι αγράμματες, στρογγυλές μάζες να τον κοιτάζουν με τα βαθουλωτά τους μάτια, να κρέμονται απ’ τα σκασμένα χείλη, αχόρταγα να τους ποτίσει λίγη γνώση από αφρό κι αλάτι. Να τον ακούω να τους ψιθυρίζει μελωδικά τις σκέψεις του, να μουσκεύει την αδράνεια. Τα πιο έξυπνα να τα τραβάει στη δίνη του. Τα πιο κουτά να χάνονται μες στην ατέλεια της στεριάς. Να μου γράφει ποίηση με ομοιοκαταληξία. Να κράζουν οι ψαλιδοχέρηδες γλάροι από ζήλια. Να χορεύω και ο ρυθμός του να πάλλεται. Να ξεχνάω το γένος μου. Να ζω για τη στεριά που θα τον φέρει στα πόδια μου.
Με χτύπησαν πολύ στο κρατητήριο. Η κυματοφιλία τιμωρείται στις μέρες μας. Όπως και η ιδεοφυγή. Σκούπισα το ματωμένο μου ράμφος. Ετοιμαζόμουν για την οριστική, ανεξάντλητη πτώση. Όταν σμίγει το νερό με το ύψος. Το ποινικό μου μητρώο είναι από καθαρό γυαλόχαρτο.
Κρεμάστηκε η νιότη μου απ’ το ταβάνι του κελιού.
Ήταν τόσο ανώφελος ο έρωτας μ’ ένα κύμα.
ΧΑΡΙΣ ΚΟΝΤΟΥ
Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΤΑΥΡΟΥ
Είμαι ένας ταύρος,
που κάποτε περήφανα καμάρωνα,
την οικογένειά μου διαφέντευα.
Αντίκριζα τον ήλιο με καμάρι.
Μα τώρα ο ήλιος έπεσε
και στο σκοτάδι ζω.
Θρηνώ τον αδελφό μου,
που στην αρένα της Παμπλόνα δολοφόνησαν.
ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΛΑΓΟΙ
Σ' εποχή καιρών και χρόνων
των παμπάλαιων αιώνων
οι λαγοί αποσταμένοι
μια ζωή βασανισμένη
να διαβαίνουν εξαιτίας
της μεγάλης τους δειλίας,
στην απελπισία φτάνουν
να γυρέψουν να πεθάνουν·
κι ένα τέλος πια να φέρουν
στα δεινά πού υποφέρουν.
Λεν «στης γης αυτή τη σφαίρα
τα κακά, που πάσα ημέρα
κακορίζικα τραβούμε
σ' άλλα ζώα δε θωρούμε,
μ' ακατάπαυτες τρομάρες
συγκρατούμενες λαχτάρες,
είμαστε οι λαγοί απ' όλα
δυστυχότεροι καθόλα.
Οι αϊτοί τροφή μας έχουν·
τα θεριά μας κατατρέχουν·
και του ανθρώπου η κακία
υστερνή μας δυστυχία.
Με φωτιές αρματωμένος,
με σκυλιά συνοδεμένος,
θέλοντας να ξεφαντώσει,
έρχεται να μας σκοτώσει.
Κι είναι δίχως καταφύγι
της φυλής μας το κυνήγι.
Τόσο που παντού διωγμένοι
λογιαστά πολεμημένοι,
η καρδιά μας πάντα δαίρει
και κρυμμένοι μες τη φτέρη,
δυο αντάμα δεν κοτούμε
πουθενά να ευρεθούμε.
Κάθε χτύπος μας τρομάζει·
ως κι ο ίσκιος μας πειράζει·
και τα μάτια, αν κοιμηθούμε
απ’ το φόβο δε σφαλούμε.
Έναν θάνατο χρωστούμε·
μια φορά καν ας χαθούμε.
Και με τα παράπονά τους
σε μια λίμνη εκεί κοντά τους
παν με τέλεια απόφασή τους
να σκολάσουν τη ζωή τους,
προς της άκρες ότι σώνουν,
κοντοστέκοντας ζυγώνουν·
κι ένα πλήθος μπακακάδες
που εμούλωναν σ' αράδες,
την ποδοβολή αγροικώντας
στα νερά βουτάν πηδώντας.
Κι οι λαγοί να ιδούν, πως κι άλλοι
ζούσαν σ' όμοια φόβου ζάλη,
το σκοπό ξαποφασίζουν,
και στα πλάγια τους γυρίζουν.
***
Όσο και να δυστυχάει,
όποτε άνθρωπος μετράει
μ' αλλουνού ομοιοπαθή του
την πικρή κατάστασή του,
και παρατηράει την ξένη
πιο πολύ βασανισμένη,
βρίσκει τότε κάποια αιτία
την πολλήν ανησυχία
της καρδιάς του να ησυχάσει,
τα δεινά του να ξεχάσει.
***
Του δειλού και φοβητσιάρη
λείπει λευτεριάς η χάρη,
και στον κόσμον όσο ζει,
απ’ το δυνατότερό του
σκλάβος σέρνει το ζυγό του
με τους φόβους του μαζί.
ΑΙΣΩΠΟΣ
ΕΜΜΕΤΡΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΗΛΑΡΑΣ
ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΩΝ ΦΟΡΤΗΓΩΝ
Οι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ’ τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι’ αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
Είναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ’ ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι’ αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τούς κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ’ το μαύρο θάνατο μ’ αυτό.
Γιατί είναι τ’ άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο το τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ’ ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν απ’ το θάνατον από τους ναύτες ένας,
―αυτός οπού ‘δε πράματα στη ζήση του φριχτά―
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μέσ’ στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Kαι τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ
Ο ήλιος πήγαινε να δύσει.
Το πάρκο κόντευε ν’ αδειάσει
κι εγώ μπροστά στο κλουβί με το λιοντάρι
να κοιτάζω με πόνο τα κάγκελα
που χώριζαν στα δυο
τη μοναξιά.
ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΟ ΤΡΥΓΟΝΙ
Ταίρι ταίρι τα πουλιά
στη βοσκή πηγαίνουν
ταίρι ταίρι στη φωλιά
σα νυχτώσει, μπαίνουν.
στη βοσκή πηγαίνουν
ταίρι ταίρι στη φωλιά
σα νυχτώσει, μπαίνουν.
Ένα μόνο, το φτωχό,
με καρδιά θλιμμένη,
όλη μέρα μοναχό
κι όλη νύχτα μένει.
με καρδιά θλιμμένη,
όλη μέρα μοναχό
κι όλη νύχτα μένει.
Είχεν άλλοτε κι αυτό
ταίρι μπιστεμένο,
κι έψαλλε ζευγαρωτό
και ευτυχισμένο.
ταίρι μπιστεμένο,
κι έψαλλε ζευγαρωτό
και ευτυχισμένο.
Μα σα βόσκαν μιαν αυγή
κι έπαιζαν στη φτέρη,
σκότωσαν οι κυνηγοί
το γλυκό του ταίρι.
κι έπαιζαν στη φτέρη,
σκότωσαν οι κυνηγοί
το γλυκό του ταίρι.
Ούτε θέλησ᾿ άλλη μια
να χαρεί, να ψάλλει,
ούτε κάμνει γνωριμιά
και φιλίαν άλλη.
να χαρεί, να ψάλλει,
ούτε κάμνει γνωριμιά
και φιλίαν άλλη.
Μόνο, τόσο θλιβερό
λογυρνά στα δάση,
που θολώνει το νερό
πριν το δοκιμάσει.
λογυρνά στα δάση,
που θολώνει το νερό
πριν το δοκιμάσει.
Από λύπη και στοργή
λίγο λίγο λιώνει
κι αποθνήσκει στη σιγή-
και το λέν τρυγόνι.
λίγο λίγο λιώνει
κι αποθνήσκει στη σιγή-
και το λέν τρυγόνι.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΥΖΗΙΝΟΣ
ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΕΡΠΕΤΟΥ
Πρόσεχε το φίδι… καθώς θα βγαίνεις απ’ τον κήπο σου.
Πρόσεχε το ερπετό!
Ξέρει καλά να κρύβεται και να σ’ αιφνιδιάζει.
Διπλώνεται καλά.
Αλλάζει χρώμα.
Γλείφεται παντού.
Γεμίζει δηλητήριο απ’ τα σάλια του… αλείφεται.
Μην τ’ ακουμπήσεις!
Μην το φιλήσεις!
Πρόσεχε το φίδι!
Ξέρει καλά να σέρνεται και να σ’ ακολουθεί πιστά.
Πρόσεχε που πάει.
Πρόσεξε πως κρύβεται.
Στο χώμα κοίτα πως ζαλίζεται.
Στη θάλασσα δε ξεδιαλύνεται.
Γλιστρά και χάνεται.
Δεν παραδίνεται.
Διπλώνεται κι αφήνεται.
Έτσι είναι το φιλί του ερπετού.
Διπλώνεται και σμίγεται.
Κεφάλι με ουρά, ένα γίνεται.
Αν είσαι μέσα του… ξέρεις να κρύβεσαι.
Αν είσαι φίδι… μην παραδίνεσαι.
Αν είσαι μακριά του… μη ζαλίζεσαι.
Πρόσεχε το φίδι… καθώς θα βγαίνεις απ’ το σπίτι σου.
Πρόσεξε το δέντρο!
Πρόσεξε το ερπετό!
Ξέρει καλά να κρύβεται και να σ’ αιφνιδιάζει.
Πρόσεχε το φίδι!
Πρόσεξέ με!
ΆΤΗ ΣΟΛΕΡΤΗ
Θέλω τόσο πολύ να επιστρέψω στο μέλλον και να ξαναβρώ τη γαλάζια λίμνη μου.
Λύπη μες στην χαρά, χαρά μες στη λύπη.
Χαρμολύπη.
Κοιτάζω έναν δρυοκολάπτη πεσμένη μπρούμυτα,
μπερδεμένη σε κάτι χαμόκλαδα
μπροστά στα πόδια ενός γέρικου πλάτανου.
Πρέπει να έμεινα πολυ καιρό εκεί,
γιατί το λυκόφως
έχει δώσει τη θέση του στο λυκαυγές.
Η Κοκκινοσκουφίτσα έχει χαθεί στο δάσος
και περιμένει τον λύκο που κάποτε συνάντησε,
να της δείξει τον δρόμο.
ΓΑΤΑ
Μια γάτα έρχεται απ’ την πόρτα της βεράντας και τρίβεται στα πόδια μου να την ταΐσω. Αρπάζει το κρέας που της ρίχνω, μα όταν σκύψω για να τη χαϊδέψω, τραβιέται πίσω και μου βγάζει νύχια. Παράξενο· τα πόδια μου τα εμπιστεύεται, μόνο τα χέρια μου φοβάται. Μα ίσως να ‘ναι σοφή: από τα πόδια, το πολύ να φάει κλοτσιά, ενώ τα χέρια μπορεί και να την πνίξουν. Άγρια γάτα· τάχα δεν ξέρει από χάδια, ή μήπως ξέρει και γι’ αυτό τραβιέται;
Κι εγώ λάτρεψα πόδια, κι έφαγα κλοτσιές· χάιδεψα χέρια, έφαγα ξύλο. Μα τη σοφία της γάτας δε μπόρεσα ακόμα να την καταλάβω.
ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η ΦΗΜΗ
Η φήμη είναι μέλισσα
Έχει ωδή-
Έχει κεντρί-
Ω, κι είναι , επίσης , φτερωτή.
EMILY DICKINSON
ΝΑ ΕΠΙΠΛΕΥΣΟΥΜΕ
Μια αρκούδα ή ακρίδα με τέσσερα κεριά στη δεξιά της ράχη,
έσκαβε μιά καθημερινή εκατόμβη,
έχοντας στο σαγόνι ένα κόκκινο αρχαίο λείψανο,
που στήριζε μια ξύλινη λαβή περασμένη από το αριστερό αυτί.
Άναψα τα δύο κεριά, μέρα μεσημέρι,
αναστατώνοντας τους περαστικούς.
Κανείς δεν κάνει κάτι τέτοιο, εκτός και αν είναι μεσάνυχτα.
Τα βλέμματα τους ήταν δακρύβρεχτα και νοσηρά.
Πάνω στον περιοδεύων θίασο, σταλθήκαν όλα τα παιδιά, τρικλίζοντας και χασκογελώντας.
Άλλη μια κραυγή θα βγάλουμε να ακούσουμε στα δευτερεύοντα κράτη και στα πρωτεύοντα θηλαστικά.
Πρόστυχα λερωμένα σακάκια, φορεμένα από χωριάτικες γίδες,
Βραστές και ψητές μέσα στα πιάτα των τουριστών.
Με χτυπημένα δόντια και αριστερά πόδια.
Καταπίνοντας βότσαλα πεταμένα στα ρηχά,
Πιστεύοντας ό,τι κι αν μας πουν οι μεγαλύτεροι,
ό,τι φύλο κι αν είναι.
Τα γεγονότα που δεν μάθαμε και ακόμα περισσότερο
που δεν έγιναν ποτέ,
διαφεντεύουν το διάβα μας και διαποτίζουν το είναι μας
με ψεύτικα χαμόγελα και ανατριχιαστικά κοκαλιάρικα κλαδικά ακούσματα
ανακατεμένα με παιχνιδιάρικα επιφωνήματα.
Δεν μπορούμε να ακούσουμε λόγια ούτε να πούμε κουβέντες καθαρές και δεν θέλουμε πια.
Η σαφήνεια της έκφρασης της αρκούδας ή της ακρίδας
είναι αυτή που ξεκαθάρισε το μέλλον των γενεών που έρχονται
και το παρελθόν που θα έρθει
από αυτούς που το αποφάσισαν ανάβοντας τα κεριά όπως πρέπει
για να είναι το κοινό χαρούμενο και πειθήνιο
γιατί έτσι μπορούν να επιπλεύσουν.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΑΤΙΣΤΑΣ
Όπως οι γάτες όταν αρρωσταίνουν
κουρνιάζουν στις πιο απόμερες γωνιές
όσο μονάχες τους να γιάνουν
έτσι κι εγώ σ’ αυτή την κόχη θ’ απομείνω
όσο να πάψει το αίμα μου σε κάθε χτύπο
υπόγεια να σχηματίζει τ’ όνομά σου .
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
Ήθελα να ’χω ένα σπίτι εξοχικό
μ’ έναν πολύ μεγάλο κήπο— όχι τόσο
για τα λουλούδια, για τα δένδρα, και τες πρασινάδες
(βέβαια να βρίσκονται κι αυτά· είν’ ευμορφότατα)
αλλά για να ’χω ζώα. A να ’χω ζώα!
Τουλάχιστον επτά γάτες— οι δυο κατάμαυρες,
και δυό σαν χιόνι κάτασπρες, για την αντίθεσι.
Έναν σπουδαίο παπαγάλο, να τον αγρικώ
να λέγει πράγματα μ’ έμφασι και πεποίθησιν.
Aπό σκυλιά, πιστεύω τρία θα μ’ έφθαναν.
Θα ’θελα και δυό άλογα (καλά είναι τ’ αλογάκια).
Κ’ εξ άπαντος τρία, τέσσαρα απ’ τ’ αξιόλογα,
τα συμπαθητικά εκείνα ζώα, τα γαϊδούρια,
να κάθονται οκνά, να χαίροντ’ οι κεφάλες των.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ
ΤΑ ΖΩΑ
Ποτέ δε θα πειράξω
τα ζώα τα καημένα·
μην τάχα σαν εμένα,
κι εκείνα δεν πονούν;
Θα τα χαϊδεύω πάντα,
προστάτης τους θα γίνω.
Ποτέ δεν θα τ’ αφήνω
στους δρόμους να πεινούν.
Aν δεν μιλούν κι εκείνα
κι ο λόγος αν τους λείπει,
μήπως δεν νιώθουν λύπη,
δεν νιώθουν και χαρά;
Μήπως καρδιά δεν έχουν,
στα στήθη τους κρυμμένη,
που τη χαρά προσμένει
κι αγάπη λαχταρά;
Aκόμα κι όταν βλέπω
πως τα παιδεύουν άλλοι,
εγώ θα τρέχω πάλι
με θάρρος σταθερό,
θα προσπαθώ με χάδια
τον πόνο τους να γιάνω,
κι ό,τι μπορώ θα κάνω
να τα παρηγορώ.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Ώρα δειλινού.
Του φθινόπωρου τα νέφη στύβουν το φουστάνι
να στεγνώσει τ’ ουρανού
και στου απόβροχου τη σκόλη
βγαίνουν για σεργιάνι
οι σαλίγκαροι όλοι
κάτω απ’ το ξεθωριασμένο παρασόλι
του ήλιου τώρα η λάμια
η γη λιάζει τα βρεγμένα της τα χράμια
με των κάμπων τα πλουμίδια
κι από τα χορτάρια
κι από τα ψιλά γρασίδια
οι σταλαματιές γλυστρούνε χάντρες
και μαργαριτάρια
από ουράνια δαχτυλίδια.
Τις μαζώνουν οι νεράιδες οι ανυφάντρες
μες στα υπόγεια τους σεράγια και στ’ ανήλια
πολυέλαιους κι αργυρά καντήλια
σε πλεμάτια κρυσταλλένιες μπάλες
μάγισσα γριά κι αράχνη τις κρεμάει μες στις κουφάλες
και λογής-λογής
ένα-ένα όλα τα ζούδια
ξεφαντώνουν απ’ τη γης
κι από μέσα από τα φλούδια,
κι ένας μύρμηγκας σκαλώνει σ’ ένα αγκάθι φουντωτό
ν’ αγναντέψει όλο τον κόσμο από τέτοιο λιακωτὸ!..
Να! Το αυλάκι
κάνει χάζι,
το άχυρο – σχεδία που αράζει
και το δρασκελούν βαθράκοι!..
Κόσμοι ολόκληροι, ζωύφια,
ταξιδεύουν με πιρόγες τα κελύφια!..
(...Κρύα ανατριχίλα στα νερά
σαν πεταλουδῶνε σμάρι…
Τώρα ο σίφουνας θα πάρει
απ’ τα δέντρα όλα τα φύλλα τα ξερά!
Στα καλάμια τη φλογέρα του σφυράει,
κι όπως πάει, πάει, πάει,
ο άνεμος-τσοπάνος σαλαγάει
σ’ άλλα πια λημέρια –
σ’ άλλο τώρα χειμαδιό τα καλοκαίρια!..)
Ώρα δειλινού.
Του φθινόπωρου τα νέφη στύβουν το φουστάνι
να στεγνώσει τ’ ουρανού
και στου απόβροχου τη σκόλη
βγαίνουν για σεργιάνι
οι σαλίγκαροι όλοι
κάτω απ’ το ξεθωριασμένο παρασόλι
του ήλιου τώρα η λάμια
η γη λιάζει τα βρεγμένα της τα χράμια
με των κάμπων τα πλουμίδια
κι από τα χορτάρια
κι από τα ψιλά γρασίδια
οι σταλαματιές γλυστρούνε χάντρες
και μαργαριτάρια
από ουράνια δαχτυλίδια.
Τις μαζώνουν οι νεράιδες οι ανυφάντρες
μες στα υπόγεια τους σεράγια και στ’ ανήλια
πολυέλαιους κι αργυρά καντήλια
σε πλεμάτια κρυσταλλένιες μπάλες
μάγισσα γριά κι αράχνη τις κρεμάει μες στις κουφάλες
και λογής-λογής
ένα-ένα όλα τα ζούδια
ξεφαντώνουν απ’ τη γης
κι από μέσα από τα φλούδια,
κι ένας μύρμηγκας σκαλώνει σ’ ένα αγκάθι φουντωτό
ν’ αγναντέψει όλο τον κόσμο από τέτοιο λιακωτὸ!..
Να! Το αυλάκι
κάνει χάζι,
το άχυρο – σχεδία που αράζει
και το δρασκελούν βαθράκοι!..
Κόσμοι ολόκληροι, ζωύφια,
ταξιδεύουν με πιρόγες τα κελύφια!..
(...Κρύα ανατριχίλα στα νερά
σαν πεταλουδῶνε σμάρι…
Τώρα ο σίφουνας θα πάρει
απ’ τα δέντρα όλα τα φύλλα τα ξερά!
Στα καλάμια τη φλογέρα του σφυράει,
κι όπως πάει, πάει, πάει,
ο άνεμος-τσοπάνος σαλαγάει
σ’ άλλα πια λημέρια –
σ’ άλλο τώρα χειμαδιό τα καλοκαίρια!..)
ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου