Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

      

        Ο θάνατος είναι ένα θέμα, που έχουν αγγίξει οι περισσότεροι ποιητές. Από τα δημοτικά τραγούδια μέχρι σήμερα, οι ποιητές αναφέρονται στον θάνατο κυριολεκτικά, μεταφορικά και σατιρικά σε μια προσπάθεια να τον κατανοήσουν και να τον ξορκίσουν. Τα περισσότερα από τα ποιήματα, που ακολουθούν είναι από την εκπομπή "Ποίηση στην εποχή της εκποίησης", που μεταδόθηκε ζωντανά από τον "Επικοινωνία" 94FM στις 30/10/2016. Στην πορεία προστέθηκαν και άλλα ποιήματα, ενώ, σκόπιμα παραλείψαμε τα δημοτικά τραγούδια, γιατί υπάρχει ολόκληρη κατηγορία με τον τίτλο: "Μοιρολόγια", που θα απαιτούσε μια ολόκληρη ανάρτηση. Καλή ανάγνωση. 



Άφκιαστο κι αστόλιστο

Άφκιαστο κι αστόλιστο
του χάρου δεν σε δίνω
στάσου με το ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω

Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσα τα χτένια
πάρ’τε απ’ την μανούλα σας
μαλλάκια μεταξένια

Μήπως και τον χαροντα
καθώς θα σε κοιτάξει
του φανείς αχάιδευτο
και σε παραπετάξει

Κι αν διψάσεις μην το πιεις
από τον κάτω κόσμο
το νερό της αρνησιάς
φτωχο κομμένο δυόσμο

Μην το πιεις και ολότελα
και αιώνια μας ξεχάσεις
βάλε τα σημάδια σου
τον δρόμο να μην χάσεις

Και στο σπίτι τ’άραχνο
γυρνώντας ω ακριβέ μας
γίνε αεροφύσημα
και γλυκοφίλησέ μας

Κωστής Παλαμάς (απόσπασμα από το ποίημα: "Ο τάφος").




           
         Η Ευρυκόμη 

"Θάλασσα, πότε θέλ' ιδώ την όμορφη Ευρυκόμη; 
Πολύς καιρός επέρασε και δεν την είδα ακόμη; 
Πόσες φορές κοιτάζοντας από το βράχο γέρνω 
και τον αφρό της θάλασσας για τα πανιά της παίρνω! 

Φέρ' τηνε, τέλος, φέρ' τηνε". Αυτά ο Θύρσης λέει, 
και παίρνει από τη θάλασσα και τη φιλεί και κλαίει· 
και δεν ηξέρει ο δύστυχος οπού φιλεί το κύμα 
εκείνο, που της έδωσε και θάνατο και μνήμα. 

Διονύσιος Σολωμός



Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινoπώρου δείλι
μες την κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
μέσα σ' έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να 'ρθει ο αστυνόμος,
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.

Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά,
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε...».
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: «Μ' αυτός έχει πεθάνει!».

Μια στιγμή θ' απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι
θε να πουν: «Τι 'ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε...»
και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.

Κάποιος θα 'ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψη
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».

Κι αυτή θα 'ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα' ναι όλοι οι φίλοι μου - κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι
και μια Καίτη, θαρρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα - και νεκρό θα με βρίσει...

Κώστας Ουράνης 



Ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει

Ήταν νύχτα, εις την στέγη εβογκούσε
ο βοριάς, και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Τι μεγάλο κακό να εμηνούσε
ο βοριάς που τ΄αρνάκια παγώνει;

Μες στο σπίτι μια χαροκαμένη,
μια μητέρα από πόνους γεμάτη,
στου παιδιού της την κούνια σκυμμένη
δέκα νύχτες δεν έκλεισε μάτι.

Είχε τρία παιδιά πεθαμένα,
αγγελούδια, λευκά σαν τον κρίνο,
κι ένα μόνον της έμεινεν, ένα
και στον τάφο κοντά ήταν κι εκείνο.

Το παιδί της με κλάμα εβογκούσε
ως να εζήταε το δόλιο βοήθεια,
κι η μητέρα σιμά του εθρηνούσε
με λαχτάρα χτυπώντας τα στήθια.

Τα γογγύσματα εκείνα κι οι θρήνοι
επληγώναν βαθιά την ψυχή μου.
Σύντροφός μου η ταλαίπωρη εκείνη,
αχ, και το άρρωστο ήταν παιδί μου.

Στου σπιτιού μου τη στέγη εβογκούσε
ο βοριάς, και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Αχ, μεγάλο κακό μου εμηνούσε
ο βοριάς που τ΄αρνάκια παγώνει.

Τον γιατρό καθώς είδε, εσηκώθη
σαν τρελή. Όλοι γύρω εσωπαίναν’
φλογεροί της ψυχής της οι πόθοι
με τα λόγι΄απ΄το στόμα της βγαίναν.

“Ω, κακό που μ΄εβρήκε μεγάλο!
Το παιδί μου, γιατρέ, το παιδί μου…
Ένα το ΄χω, δεν μ΄έμεινεν άλλο’
σώσε μου το και πάρ΄την ψυχή μου'.

Κι ο γιατρός με τα μάτια σκυμμένα
πολλήν ώρα δεν άνοιξε στόμα.
Τέλος πάντων -αχ, λόγια, χαμένα-
“μη φοβάσαι, της είπεν, ακόμα'.

Κι εκαμώθη πως θέλει να σκύψη
στο παιδί, και να ιδή το σφυγμό του.
Ένα δάκρυ επροσπάθαε να κρύψη
που κατέβ΄εις τ΄ωχρό πρόσωπό του.

Στου σπιτιού μας τη στέγη εβογκούσε
ο βοριάς, και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Αχ, μεγάλο κακό μας μηνούσε
ο βοριάς που τ΄αρνάκια παγώνει.

Η μητέρα ποτέ δακρυσμένο
του γιατρού να μη νιώσει το μάτι,
όταν έχει βαριά ξαπλωμένο
το παιδί της σε πόνου κρεβάτι.

Γεώργιος Ζαλοκώστας 





Ο Τάκης-Πλούμας

Στα παιδικά μου χρόνια, ο πιο μεγάλος
αξάδερφός μου μ' έπαιρνε μαζί,
στα πανηγύρια, που ήτανε  παρ' άλλος,
πρώτος στην ομορφιά και στην ορμή.


Τι ωραίος! Τον θυμούμαι, αστροβολούσε
καβάλα στο φαρί του, βυσσινιά
φέρμελη  χρυσοκέντητη εφορούσε,
γιουρντάνια από βενέτικα φλουριά.


Του Καπετάν πασά φόραε την πάλα
και το χαρμπί του Μπότσαρη, και δυο
στης σέλας του δεξόζερβα τη σπάλα,
πιστόλια από τ’ Αλή το θησαυρό.


Φουστανελίτσα φόραε ζυγιασμένη
και κάλτσες και τσαρούχια φουντωτά,
παραγγελιά απ' τα Γιάννενα φερμένη,
γαντζούδια  πρεβεζάνικα, ασημιά.


Έτσι σιαγμένος, κι έχοντας στον ώμο
το καριοφίλι, χαίτη και λουριά
στο χέρι του, ελαμπάδιζε το δρόμο,
χιμώντας απ' την Πύλη την πλατιά.


Κι εγώ, λίγο ξοπίσω του, όλο θάμπος,
στο γλήγορο αλογάκι μου κι εγώ,
δυνόμουν ναν τον φτάνω, κι ήμουν σάμπως
να 'χα φτερά, κορμάκι αερινό.


Κι ως τρέχαμε, θυμάμαι, τα κλεισμένα
στο τουνεζί  φεσάκι του, σγουρά,
σκόρπια τριγύρα, φέγγανε, σαν ένα
γνεφάκι απ' αναμμένη αθημωνιά.


Κι ως πύρωνεν ακόμα στη φευγάλα,
τρικυμισμένος κι όλος μες στο φως,
χρυσόχυτος μου εφάνταζε καβάλα,
σαν τον Αϊ-Γιώργη, λίγο πιο μικρός...


Ω το λεβέντη του Μεσολογγιού μας!
τον ήλιο της αυγούλας μου ζωής!
Και να μετρώ, και να 'ναι, ο Τάκη-Πλούμας,
τριάντα τρία χρόνια μες στη γης...


Μιλτιάδης Μαλακάσης 





Πιε στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα

Πιε στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου,
σε μι’ άκρη, τώρα π’ άρχισαν ξανά τα πρωτοβρόχια,
πιε το με ναύτες και σκυφτούς ψαράδες αντικρύ σου,
μ’ ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια.

Πιε το η ψυχή σου αξέννοιαστη τόσο πολύ να γίνει,
που αν έρθ’ η Mοίρα σου η κακιά να της χαμογελάσεις,
καημοί καινούργιοι αν έρθουνε μαζί σου ας πιουν κι εκείνοι,
κι αν έρθει ο Xάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις.

Λάμπρος Πορφύρας 

 

Lacrimae Rerum 

Άμοιρη! το σπιτάκι μας εστοίχειωσεν
από την ομορφιά σου την θλιμμένη·
στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.


Κάτι σα μόσκου μυρωδιά, κι απλώνεται
και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει,
κάτι σα φάντασμα, θολό κι ανέγγιχτο
κι όπου περνά σιγά το κάθε αγγίζει.


Όξω, βαρύ, μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τη στέγη μας· και τότε αντάμα
τα πράματα που αγιάσανε τα χέρια σου
αρχίζουν ένα κλάμα... και ένα κλάμα...


Κι απ' τη γωνιά ο καλός της Λήθης σύντροφος,
τ' αγαπημένο μας παλιό ρολόι,
τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας
ρυθμίζει αργά, φριχτά, το μοιρολόι...



Λάμπρος Πορφύρας 

   
                   
             Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια.


Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.


Θάνατος  ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.


Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.


Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«υπάρχω;» λες, κι ύστερα: «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Yψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.


Αν τουλάχιστον, μέσα στούς ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.


Κώστας Καρυωτάκης



           Γυναίκα 



Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούντζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.
 
Νίκος Καββαδίας 
 
 



         
            Σαν πεθάνω

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θανοίγη μέσ' στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν την ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρυ θα κυλάει πονετικό
στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζει τη γιορτή μου,
στο άγιο χώμα που θα μου είναι κρεβατάκι νεκρικό.

Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θ' αφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ' αγαπήσαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θάρθη να στο πη και τότε πια,
όση σου απομένει αγάπη, θάναι σα θαμπό καντύλι
- φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.

Μαρία Πολυδούρη








Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία

Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί στον άνεμο και το γερτό φεγγάρι
Με τον άνθρωπο θα σμίξουνֹ
‘Οταν γλυφτούν τα κόκκαλα τους
και τα γλυμμένα κόκκαλα χαθούν,
Θα ‘χουν αστέρια σε αγκώνα και ποδάριֹ
Αν και τρελοί, θα συνεφέρουν,
Αν θαλασσόπνιχτοιν θ’ αναδυθούν,
Αν κι εραστές χαμένοι αυτοί, δεν θα χαθεί η αγάπηֹ
Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία.
Κάτω απ’ τις δίνες τις θαλάσσης
Χρόνια χωμένοι αυτοί, θάνατο ανεμόδαρτο δεν θα ‘βρουνֹ
Σε μέγκενη στριμμένοι, με τους τένοντες λυμένους,
Παιδεμένοι σε τροχό, δεν θα τσακίσουνֹ
Στα χέρια τους η πίστη θ’ ανοίξει
Και μονόκερα στοιχειά θα τους ξεσκίσουν,
Κουρελιασμένοι ολόκληροι, και δεν θα σπάσουνֹ
Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία.
Ας πάψουν πια να σκούζουν στ’ αυτιά τους οι γλάροι
Και στις ακτές τα κύματα να σκάζουν άγριαֹ
Λουλούδι όπου ξεμύτισε μην ξεμυτίσει πια
Να υψώσει το κεφάλι του στους χτύπους της βροχής.
Αν και τρελοί, αν και νεκροί σαν τ’ άψυχα καρφιά,
Κεφάλια σημαδιών αυτοί, χτυπούν με μαργαρίτεςֹ
Χτυπούν τον ήλιο, όσο που να ξεκαρφωθείֹ
Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει πια εξουσία.


Dylan Thomas (μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας)





Παραδοχή

Νικημένος απ’ το γαλάζιο
με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα της σιωπής
πεθαμένος από ζωή
πεθαμένος από νιότη
βουλιαγμένος κάτου απ’ τη φωτιά του
με το φύκι σαλεύοντας στη μασκάλη του-

Το κύμα της μέρας δεν εύρισκε αντίσταση
μήτε σ’ ένα χαλίκι της σκέψης του.

Ήταν έτοιμος πια για τον έρωτα
και για το θάνατο.


Γιάννης Ρίτσος 

 

Η στιγμή σου σ΄ένα ποίημα... (Σε περιμένω παντού)




Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή 
να χωριστούμε, αγάπη μου, 
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, 
είναι να ‘χει  καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, 
είναι όταν χρειάζεται 
να παραμερίσει την καρδιά του.
Την αγάπη μας αύριο, 
θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία, 
πλάι στα ονόματα των άστρων 
και τα καθήκοντα των συντρόφων.
Αν μου χάριζαν 
όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα, 
θα προτιμούσα
μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, 
φλογερά και μεγάλα,
σα δυο νύχτες έρωτα, 
μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω, 
πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα, 
γιατί  σ’ α γ α π ώ.
Κλείσε το σπίτι. 
Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί 
και προχώρα. 
Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται 
ένα ψωμί στα οκτώ, 
εκεί που κατρακυλάει 
ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων. 
Σ’ όποιο μέρος της γης, σ’ όποια ώρα,
εκεί που πολεμάνε 
και πεθαίνουν οι άνθρωποι 
για ένα καινούργιο κόσμο… 
εκεί θα σε περιμένω, αγάπη μου!
 
Τάσος Λειβαδίτης




           V

Λοιπόν, μπροστά μας έχουμε θανάτους
πέσαμε σε κακούς καιρούς και μέρες οργισμένες
χάνουμε τους δικούς μας και μας χάνουν
τρικυμισμένο μας αρπάει το χωματένιο πέλαγος

Αλλιώς θαρρούσαμε το τέλος∙
σκοπός που εκπληρώνεται ή (το ίδιο) ματαιώνεται
σκορπιός που μπήγει το κεντρί του στο κεφάλι του
Δεν είχαμε υποψιαστεί τη φρίκη μιας συνέχειας
(πως γίνεται να ’χει συνέχεια το τέλος;)
Αλλιώς, καταπώς φαίνεται, το τέλος έχει μόνο αρχή
και πώς να το περάσουμε μη φτάνοντας ποτέ και πουθενά

Ήξεραν οι παληοί και προνοούσαν
να ’ναι ελαφρό το χώμα τους
φύλαγαν πάντα ένα λευκό σεντόνι στο σεντούκι
συγύριζαν το μέσα τους , στόλιζαν τις ψυχές τους
ήξεραν να μοιρολογούν
εξοικειώνονταν με τους νεκρούς τα ’λεγαν μεταξύ τους
στ’ όνειρό τους
κι έπαιρναν απ’ το χέρι τους το αντίδωρο του αγνώστου
κάθε που τους ξεπροβοδίζανε στου ξύπνου το κατώφλι

Κι εμείς τώρα δεν ξέρουμε ούτε πού ’ναι πεταμένα τα κόκκαλα
της μάνας μας...
Έχουμε αποκοπεί από τους πεθαμένους
δεν ακούγεται πια η φωνή τους μέσα στη φωνή μας
δεν ξέρουμε να κλάψουμε
πώς να φερθούμε μπρος στο θάνατο και τι να πούμε

Στα ουράνια βάραθρα γκρεμοτσακίζονται τα λόγια μας
άδεια χελωνοκαύκαλα



Βύρων Λεοντάρης 

 
ΕΤΩΝ 9

Όταν ξυπνήσεις το πρωί
και δεν θα βρεις στο πάτωμα
χαπάκια πουλόβερ και σουτιέν
και χτυπήσεις με δύναμη την πόρτα
χωρίς ν’ ακούσεις πίσω σου το υστερικό μου «σκασμός»
μη βάλεις τα κλάματα και πας για να με βρεις
στην παιδική φωτογραφία μου που σε κοιτάει. Ποτέ δεν
έβλεπα.
Ούτε στα ηλίθια γραφτά μου. Σου ‘χω πει ψέματα. Πάντοτε σου ‘λεγα
πώς είναι όμορφοι οι άνθρωποι τα χρώματα κι η μουσική.
Μέτρησε μόνο τα μεροκάματα που έκανα
μ’ αυτό θα μάθεις πώς έζησα.
Μέτρησε έπειτα το νοίκι μας
ποτέ δε φτάνανε να το πληρώσω.
Και πόσο φως έκαψα
ψάχνοντας να βρω τρόπο.
Τράβα μετά και γύρεψε απ’ τον πατέρα σου
για τελευταία φορά χρήματα
και δώσε τα χρέη μου.
Ύστερα πλύνε τα μούτρα σου
και μην αφήσεις κανέναν να σου πει
τί απόγινε με τη μάνα σου.
Μόνο κάτω απ’ αυτές
τις ηλίθιες αποδείξεις
φτιάξε έναν ήλιο απ’ αυτούς που μόνο εσύ έχεις στο
νου σου
και κάτω απ’ αυτόν
γράψε με τ’ αστεία παιδικά σου γράμματα
ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! 




Κατερίνα Γώγου 




               Η φυγή

Δεν άντεχε άλλο σ’ αυτή την πρέσσα
-λέω για το δωμάτιο
που μύριζε χαλασμένα φρούτα και μοναξιά.
Ώρες-ώρες ένιωθε σφίξιμο στα πλευρά
κι ένα στημόνι να σκαλώνει ανάμεσά τους.
Έπαιρνε να στυλώνει τότε το βλέμμα
καρφώνοντας το πάτωμα
ώρες ολόκληρες,
μέρες ολόκληρες
κι η σκέψη του τριβότανε αργά-αργά
στον πάτο του σταχτοδοχείου.
Κάποτε πια τ’ αποφάσισε.
Ξέφυγε βγαίνοντας στο μπαλκόνι.
πρόλαβα για λίγο να τον δω καθώς πετούσε .

 Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος 




Νόμισες δεν είναι πόλεμος
γιατί δεν είδες αίματα και τραυματίες
όμως είδες εκείνους τους νεκρούς
σκυμμένους σε κάδους σκουπιδιών
καταμεσήμερο στο κέντρο της πρωτεύουσας
ικέτες στα απορρίμματα μεγακαταστημάτων
τους πεινασμένους, τους εξάγγελους
νεκρούς να επαιτούν
τους είδες

Γιώργος Δουατζής 


 
Μπε! ε! ε!

Φώναζαν όλη μέρα
μπε! ε! ε!
με προσπάθεια άρχισα να φωνάζω
η ζωή του προβάτου πονεμένη.

Πρόσεχε τους τρόπους τους το
Βλοσυρό βλέμμα τους
το πονεμένο
μάθε τους και κτίστους
στο κλουβί τους μόνοι
εκεί που τους αρμόζει.

Το χαμόγελό μου τραυλίζει,
στις προσταγές του εγώ μου
που ήρθα και δεν ...
Οι μέρες περνούν
κάθε στιγμή πετραδάκια στη ζωή μας
κτίζουν το θάνατό μας.

Ανδρέας Βατίστας





 

Όνειρο;

Θα θελα να σας σβήσω
να μην έχετε όνειρα
να μην τα γράφετε
με μικρές ηλίθιες φρασούλες
στους τοίχους και στα τραίνα,
να χάσετε εκείνο το ηλίθιο
χαμόγελο της αναμονής.

Να έρθει ο θάνατός σας τώρα.

Και ας λιώνετε τα πόδια σας στην γη
και ας ακουμπάτε τα χάρτινα ντουβάρια.

Τέλεψε η ώρα μου και πρέπει να σωθώ.

Σαλέψτε τώρα τα άβαθή σας μάτια.

Μήπως και δείτε το πέταλο της ανατολής
μη και προλάβετε τα θραύσματα της γυάλας.

Ιωάννα Αργυρίου 




        Σκάψιμο

Ανταλλαγμένες οι βρισιές το σύρσιμο των φωνών μέσα μου
σαν φίδι που τυλίγεται στον λαιμό μου
κι αργώ να θυμηθώ
πως τον λαιμό της σφίγγει …
βραχνές οι αντιδράσεις μου…
Σκάβω λάκκους κάτω από τα πόδια μου
πατάω σε τσιμέντο
μα σκόνη το αισθάνομαι
Και τα χείλη μας τα απομακρύνει η ατολμία μου
Πόσο σεβαστική θα ‘θελα να ‘ναι η σιωπή μου
Το άδειο μαξιλάρι είναι γεμάτο απ’ το άρωμά της
Τα μικρά χεράκια της απόντα δεν είναι
Σφίγγουν στη φαντασία μου
στις δυό γροθιές τους τα μαλλιά μου
Λείπει,
μα είναι εδώ
Ας ασχοληθώ τώρα
με τους όμορφους κήπους μου
μέσα μου
για να της προσφέρω
τους ζωντανούς καρπούς τους 

Σαν σκυλι…
Σαν παιδί.
Πάω χωρίς όνομα τώρα
Υπήρξα μοναχός…πολύ.
Χιονίζει τώρα, το βλέπεις;
Φιλώ το χώμα σου…τα χέρια σου τα ΄χασα.
Τίποτε δεν μοιάζει πραγματικό
Μόνο η μνήμη σου…
Καληνύχτα αγάπη μου
Έχε την πικρή θέληση να αγαπήσεις …ξανά.
Ζήσε.
Τις μεγάλες πράξεις .
Που δεν μπόρεσα να σου δώσω.
Ζήσε.
Ότι μπορεί να ξαναγίνει μέσα σου.
Εγώ ο άγνωστος που υπήρξα
δεν είμαι πια εδώ.
Το ανάχωμα ενός τάφου είμαι
με τα νέα μου θλιβερά τραγούδια
να μην μπορούν να διαρκέσουν
κάτω απ το βάρος αυτού του τέλους.
Τέλος Πάντων Κοιμάσαι;
Κοιμήσου Ήρεμα Γαλήνια Σοφά …
ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΚΙ ΕΓΩ ΘΑ ΚΟΙΜΗΘΩ. ..
όταν πεθάνω 

Θάνος Ανεστόπουλος 



Είδωλο
 
Κοίταξε στον καθρέφτη.
"Είμαι άσκημος", σκέφτηκε.
Θυμήθηκε αυτούς που το 'λεγαν αδιάντροπα,
κάποιους φίλους που το 'κρυβαν,
για να μην τον πικράνουν.
Τράβηξε τ' όπλο του.
Πυροβόλησε το είδωλο στην καρδιά.
Μια καρδιά σπάραξε στον τελευταίο της χτύπο.
Κοίταξε ξαφνιασμένος:
Ο καθρέφτης δεν έσπασε. Μάτωσε.
Και η καρδιά που σπάραξε,
ήταν η δική του.

                                      

Θεοχάρης Παπαδόπουλος 



 







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ

ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ Χ.Φ. ΛΑΒΚΡΑΦΤ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΙ ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ