ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΑΛΑΣ
Ο κόσμος σαν θεατρική παράσταση (*)
Βλέποντας τον κόσμο σαν θεατρική παράσταση η Ιφιγένεια στην Αυλίδα είναι για την ανθρωπολογία ό,τι ο βασιλιάς Οιδίποδας για την ψυχολογία: δραματική παρουσίαση μιας βασικής διαμάχης. Ενώ, όμως, στον βασιλιά Οιδίποδα είμαστε αντιμέτωποι με μια συγκινησιακή κρίση που ο Freud ανακάλυψε ότι είναι τυπική γιατί στέκεται απογυμνωμένη από τους περίπλοκους μηχανισμούς των πιο κρυφών συναισθημάτων μας, στο Ιφιγένεια στην Αυλίδα είμαστε αντιμέτωποι με μια οριακή κατάσταση, όπως ήταν, μεταξύ του κόσμου της ιεροτελεστίας και του κόσμου της τραγωδίας.
Από την άποψη των ωφελιμιστών οικονομολόγων ο Vilfredo Pareto είχε αναμφίβολα δίκιο να επιλέξει αυτό το επεισόδιο της θυσίας της Ιφιγένειας σαν ένα παράδειγμα τρελής συμπεριφοράς, αφού η αναχώρηση του ελληνικού στόλου για την Τροία ήταν εξαρτημένη από τις καιρικές συνθήκες και όχι από τη θυσία μιας αθώας παρθένου. Παρόμοια ο Δανός μυστικιστής Keirkegaard είχε δίκιο να καταδικάσει την θυσία της κόρης του Αγαμέμνονα από τον φόβο ότι δεν μπορούσε να υπερνικήσει τη σκέψη ότι συντελείται ένα ιερό μυστήριο, σε αντίθεση με τον Αβραάμ, ο Αγαμέμνονας στερείται πίστης στο θεό που του έδωσε το δυσάρεστο μήνυμα να θυσιάσει το παιδί του.
Ευτυχώς που οι επικρίσεις των οικονομολόγων και των ηθικολόγων δεν έχουν εμποδίσει αυτούς που αγαπούν το θέατρο να θαυμάζουν την Ιφιγένεια στην Αυλίδα του Ευριπίδη. Παρόμοια ο τρόμος και η αποστροφή που οι ντόπιοι ενέπνεαν στους πρώιμους ιεραπόστολους και στους έμπορους δεν εμπόδισε τους ανθρωπολόγους να ανακαλύψουν ότι οι θυσιαστήριες τελετές και οι τελετές μύησης δεν ήταν απλά εκφράσεις σαδιστικής πίεσης ή εκδηλώσεις παράλογης νοοτροπίας. Μόνο αν αποφύγουμε να κρίνουμε άγνωστους λαούς με τις δικές μας αξίες μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάποτε θα τους κατανοήσουμε. Ο Rousseau που στην περίφημη κατηγορία ενάντια στην πρόοδο (γραμμένη το 1749) θεωρεί την πρόοδο υπεύθυνη για όλα τα ελαττώματά μας, ψεύδεται γιατί καταφέρνει να παρουσιάσει αδύνατο για το καλό των ανθρώπων να απορρίψουν τη βαρβαρότητα μόνο και μόνο επειδή δεν είναι ικανοί να απολαύσουν τα πλεονεκτήματα της προόδου μας.
Η ιστορία του Ηρόδοτου που δίδαξε τους Έλληνες πόσο ανθρώπινοι και ευγενείς μπορούν να γίνουν οι βάρβαροι σε μια δεδομένη στιγμή, μας δημιουργεί το συναίσθημα ότι η πρόοδός μας είναι ασταθής. Διαβάζουμε για την αβροφροσύνη με την οποία ο Καμβύσης, ο βασιλιάς της Περσίας, φέρθηκε στον ηττημένο αντίπαλό του Ψαμένητο, μια αβροφροσύνη, περισσότερο εκπληκτική όταν την συγκρίνουν με τον τρόπο που οι αυτοκράτορες των ημερών μας διαπραγματεύονται με τους εχθρούς.
Ακόμα, διαβάζοντας το League of the Iroquais ένα αιώνα μετά την πρώτη έκδοση (1851) γελάμε με τις χαρακτηριστικές ικανότητες που αποδίνει ο Morgan στους Ινδιάνους. Πως αυτοί έγιναν τόσο καλοί όταν οι πρόγονοί τους είχαν γίνει γνωστοί για την ωριμότητά τους; Δεν έχουμε παρά να επικαλεστούμε για απόδειξη τους τόμους του Jesuit Father γραμμένους τον 17ο αιώνα.
Αργότερα, οι επιστήμονες κατανόησαν ότι τη διαφορά μεταξύ των πρωτόγονων λαών και των πολιτισμένων εθνών δεν μπορούν να την ερμηνεύσουν απλά στο όνομα της "προόδου" γι' αυτό εισήγαγαν την έννοια της εξέλιξης. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Δαρβίνου, ο νόμος της κοινωνικής εξέλιξης, ήταν διατυπωμένος έτσι που το επίπεδο της οικονομίας, η ηθική, ο νόμος και η θρησκευτική πρόοδος των πρωτόγονων λαών μπορούν να αξιολογηθούν ακριβώς. Ωστόσο, ένας μεγάλος αριθμός ανθρωπολόγων, όπως οι Boas, Malinowski, Lowie και Kroeber δεν είχαν δυσκολία στο να αποδείξουν μια σειρά από γεγονότα, στα οποία η θέση των ανθρωπολόγων δεν υπολογίστηκε και στα οποία προφανώς αντιφάσκουν οι θεωρίες του Engels, των Γάλλων κοινωνιολόγων, ή του Freud. Ο τομέας των ανθρωπολόγων απέτυχε να πείσει τους αντιπάλους του και οι μαρξιστές οικονομολόγοι, οι Γάλλοι κοινωνιολόγοι και οι Φροϋδικοί ψυχολόγοι απέδειξαν, προς ικανοποίησή τους, ότι ήταν δυνατόν να επανεξεταστούν τα νέα ανθρωπολογικά δεδομένα κάνοντάς τα να συμβαδίσουν με τις δικές τους θεωρίες.
Σαν αποτέλεσμα, αυτή η μάλλον εκτός χρόνου αμφισβήτηση παρέμεινε αβάσιμη αλλά είχε το πλεονέκτημα να αποδεχθεί ότι ο όρος εξέλιξη όταν χρησιμοποιείται στην ανθρωπολογία μπορεί να είναι τόσο παραπλανητικός όσο και ο όρος πρόοδος. Πρόοδος και εξέλιξη μπόρεσαν να συνυπάρξουν, αλλά ενώ η πρόοδος προϋποθέτει εξέλιξη προς μια τελική κατάληξη, η εξέλιξη, σ' αυτό το σημείο μοιάζει να έχει ξεφύγει αρκετά μακριά από εκεί που ξεκίνησε. Μπορούμε να δούμε ένα δρομέα είτε να τρέχει μακριά από το σημείο εκκίνησης ή καθώς τρέχει προς το τέρμα. Αυτό που δεν είναι συνηθισμένο να κάνουμε, είναι να παρατηρούμε τον δρομέα χωρίς να συσχετίζουμε τη δράση του με τη θέση που άφησε πίσω του, ή τη θέση προς την οποία κινείται. Ακόμα, το τρέξιμο των Λάμα του Θιβέτ, που περιγράφεται τόσο ζωηρά από τον David-Neel, που τρέχουν για μέρες και νύχτες με καταπληκτική ταχύτητα χωρίς φανερό σκοπό. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η δραστηριότητα αυτών των αγίων φαίνεται παράλογη, όταν την συγκρίνουμε με τους δικούς μας δρομείς, δεν ενδιαφέρονται να φτάσουν ή να φύγουν, αντιλαμβανόμαστε ότι μπορούμε να συγκρίνουμε την δραστηριότητά τους με τους δικούς μας μόνο αν εμείς δεν ενδιαφερθούμε για τον τερματισμό, όπως συμβαίνει, όταν παίζουμε και απογοητευόμαστε όταν το παιχνίδι μας τελειώσει γρήγορα. Αλλά μπορούμε να πάμε ένα βήμα πιο πέρα προς αυτή την κατεύθυνση και να παρατηρήσουμε καταστάσεις που οι άνθρωποι κάνουν ό,τι μπορούν για να καθυστερήσουν το αναπόφευκτο τέλος. Μια τέτοια περίπτωση πρέπει να είχε ο Ευριπίδης στο νου του όταν έγραψε την Ιφιγένεια στην Αυλίδα. Η απόπειρα του Αγαμέμνονα να σώσει την κόρη του, ανεξάρτητα του ότι αντιλαμβάνεται το μάταιο της προσπάθειάς του, αν αντιπαρατεθεί με τις προσπάθειες των Μαραθωνοδρόμων, πρέπει να θεωρηθεί σαν πράξη απελπισίας με αναπόφευκτο αποκορύφωμα τη θυσία. Καταλήγοντας, όλες οι θυσίες, είτε ανθρώπων είτε ζώων, μπορούν να ιδωθούν ότι απεικονίζουν θεατρικά την πιο φοβερή παράσταση που είναι ο θάνατος.
Κάποιοι συγγραφείς, που από τον Bachofen ως τον Freud, τυποποίησαν τους νόμους της εξέλιξης, έκαναν μια διάκριση μεταξύ της βαθμιαίας κορύφωσης και του τελικού σκοπού, θα πρέπει να είχαν καταλάβει ότι συχνά είναι λιγότερο σημαντικό να καταλάβουμε τι πρόοδος έχει γίνει σ' ένα συγκεκριμένο χώρο από το να κατανοήσουμε που έχει διαμορφωθεί η κατάσταση και σε ποιο στάδιο ανήκει. Έτσι, αντίθετα από τον Vilfredo Pareto, ευχόμαστε την αναχώρηση των Ελλήνων από την Αυλίδα καθώς φτάνουν στο αποκορύφωμα οι σχέσεις τους με τις οικογένειες που άφηναν πίσω τους, η στιγμή της αναχώρησης θεωρείται δεδομένο να συνδεθεί με ένα σπουδαίο γεγονός, μια ασυνήθιστη τελετή έτσι που να μείνει αξέχαστη σ' αυτούς που πήραν μέρος. Συμμετέχοντας στην τελετή είχαν κάνει την αναχώρησή τους αλησμόνητη. Με άλλα λόγια οι λαοί αυτοί, λιγότερο περίπλοκοι από τους δικούς μας, είτε ήταν οι Έλληνες της Ομηρικής εποχής, ή οι Trobianders της εποχής του Malinowski, ήταν τόσο ικανοί να φτάσουν στον σκοπό τους όσο είμαστε εμείς και ακόμη είχαν εξ' ολοκλήρου διαφορετική άποψη για τις αποχαιρετιστήριες τελετές.
Τα καλύτερα κεφάλαια της ανθρωπολογίας γράφτηκαν από ειδικούς, οι οποίοι είχαν το χάρισμα να δουν από καλλιτεχνική άποψη τις περιπετειώδεις καταστάσεις, έδειξαν τη συμπάθειά τους για τους λαούς που είχαν εμπλακεί σε γοητευτικά περίεργες καταστάσεις. Από την άλλη πλευρά, αν ο Ηρόδοτος και ο Melville, έγραψαν σελίδες που έπρεπε να περιλαμβάνονται σε μια ανθρωπολογική ανθολογία, είναι γιατί όταν ήρθαν αντιμέτωποι με την εξωτική πραγματικότητα την μεταχειρίστηκαν με την ίδια προσοχή και αφοσίωση που έδειξαν σε οικείες περιπτώσεις.
Το εξωτικό είναι στο να διαχωριστούν τα ταραχώδη γεγονότα που έγιναν στον χρόνο και, από ανθρωπολογική άποψη μιλώντας να εκτιμηθεί ποια αξία είχαν οι διάφοροι τρόποι, σε ποια βασικά θέματα έχουν εξυπηρετήσει σε χώρο ή σε χρόνο. Στις διάφορες μεταβολές, ένας συγγραφέας εισάγει για ανάπτυξη ενός βασικού σχεδίου την μοντέρνα ανθρωπολογία, ερευνά ίχνη διαφορετικών πολιτισμών. Έτσι, σε μια συγκριτική μελέτη του Coktail party του Eliot και του Συμποσίου του Πλάτωνα, είναι ικανός να επισημάνει επί μέρους περιπτώσεις που επιβάλλουν σε έναν αρχαίο Αθηναίο και ένα σύγχρονο Λονδρέζο ή Νεοϋορκέζο να απαρνηθούν τις χαρές της σάρκας. Ενώ οι συγγραφείς των τραγωδιών μας εντυπωσιάζουν με το αναπόφευκτο μιας επικείμενης κρίσης, είναι οι ανθρωπολόγοι που μπορούν να διακρίνουν τους παράγοντες που οδηγούν στην επίσπευση ή την καθυστέρηση της μοιραίας αποκορύφωσης.
Ένας μοντέρνος ανθρωπολόγος μπορεί να ρίξει φως στην τραγωδία του Finow, κάποιου βασιλιά σε ένα νησί του Ειρηνικού, ανακαλύπτοντας το πολιτιστικό επίπεδο του λαού του νησιού του. Όπως αναφέρεται από τον Mariner, ο Finow, που είχε την τόλμη να αλλάξει την τελετή της κηδείας της κόρης του, γιατί αισθάνθηκε, ότι οι θεοί δεν ήταν αρκετά φιλεύσπλαχνοι για να την σώσουν, έπεσε νεκρός κατά τη διάρκεια της ανόσιας τελετής. Συγκρίνοντάς τον με τον Αγαμέμνονα, του Finow η πρόκληση φαίνεται παράλογη γιατί, δεν κατανόησε όπως ο Έλληνας βασιλιάς, ότι ο φόβος της ιεροσυλίας είναι πιο ανυπόφορος από τον φόβο του θανάτου.
Εάν οι βασιλιάδες ενεργούσαν σαν ήρωες ή παλιάνθρωποι, οι τραγωδοί και οι ανθρωπολόγοι μπορούν να πουν ότι στέκονται μάρτυρες ανάμεσα σ' αυτούς που δρουν και σε μας που είμαστε θεατές. Δυστυχώς, αυτή η απλή και ικανοποιητική σχέση ανατρέπεται επειδή παρεισφρήουν φιλόδοξοι προφήτες, οι οποίοι μπερδεύουν την φαντασία με την πραγματικότητα υιοθετώντας λαθεμένες απόψεις για τα συμβάντα. Είναι αναπόφευκτο στην εποχή μας που εξελίσσεται η σκέψη οι προφήτες του σκοταδισμού να ξαναερμηνεύσουν το προπατορικό αμάρτημα με ανθρωπολογικούς όρους. Αυτή η σειρά προφητών άρχισε από τον Rousseau, ο οποίος ερεύνησε κάθε ίχνος βίας στο Κοινωνικό Συμβόλαιο που οι ελεύθεροι άνθρωποι είχαν συμφωνήσει κάποτε να τηρήσουν. Ο μύθος του Rousseau εξάπτει την φαντασία των μεταγενέστερων συγγραφέων, και ο Nietzsche δραματοποίησε το κοινωνικό συμβόλαιο αποδίδοντας βία στο νόμο για το φόνο, ο Engels αποδίδοντάς την στην ληστεία.
Αν, όπως απαιτούν αυτοί οι προφήτες, ο πολιτισμός είναι η διαπραγμάτευση κάποιου εγκλήματος, η μελέτη της βίας θα είχε το προβάδισμα από κάθε άλλη μελέτη, και οι πρωτόγονες κοινωνίες θα έπρεπε να αναλυθούν, όπως έγινε στις Γαλλικές Σχολές Κοινωνιολογίας, από την άποψη ότι το τυπικό συνοδεύεται από έναν καθαγιασμένο φόνο όπως είναι η θυσία.
Κατ' επέκταση το ότι η ιδιοφυής αναπαράσταση της καταγωγής του πολιτισμού παρουσιάστηκε από τους Νιτσεϊστές Φροϋδικούς, από τους Μαρξιστές οικονομολόγους και από τους νομιμόφρονες Γάλλους κοινωνιολόγους να συμπυκνώνεται δραματικά σε εξαιρετικές στιγμές της ζωής των πρωτόγονων λαών, καλύπτει την καθημερινή πραγματικότητα που ο ανθρωπολόγος επιβάλλεται να αντιμετωπίσει και όχι να αγνοήσει. Στα λάθη και την αδυναμία των ανθρώπων- που αποτελούν την πρώτη ύλη της πλοκής των τραγωδιών - αυτός αντιτίθεται στη μορφή που έρχεται στο φως και μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά από την άποψη των διαπροσωπικών σχέσεων.
Δεν είναι σύμπτωση ότι η θεωρία των πολιτισμικών μορφών θα μπορούσε να είναι τόσο ταιριαστή στον Edward Sapir, τον επιστήμονα που μελέτησε τους πρωτόγονους λαούς με βάση τη γλώσσα, γιατί η γλώσσα είναι ο βασικός τύπος με τη βοήθεια του οποίου οι άνθρωποι κατάφεραν να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον. Με την προφορική επικοινωνία μπορούμε να αντιληφθούμε ότι πρέπει να έχουμε κάτι κοινό με τους γείτονές μας, το οποίο κοινό ο Πλάτωνας ονομάζει ιδέα και το φαντάζεται σαν τύπο κτήσης. Από την στιγμή που οι τύποι του λόγου και της συμπεριφοράς μιας ομάδας ανθρώπων είναι κοινά και δεν χρησιμοποιούνται αυθαίρετα, μπορούμε να τους μελετήσουμε σε σχέση με τη μορφή τους.
Σαν κατακλείδα μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η κριτική αξιολόγηση των διαλόγων του Πλάτωνα δεν αποτελεί εμπόδιο στην εκτίμηση των τραγωδιών του Αισχύλου ή του Ευριπίδη, έτσι η γοητεία της εμπειρίας μας όταν διαβάζουμε μια ωραία περιγραφή ενός ασυνήθιστου γεγονότος, όπως του Goffrey Gorere το Dahomeyan bullfight, ή του Dorr το ride with Apaches, δεν αποτελεί εμπόδιο από το να εκτιμήσουμε την ωραία περιγραφή μιας συνηθισμένης μέρας, όπως ζωντανεύει από την Margaret Meat στο "A day in Samoa" ή από τον Herman Menville στο "A bathing baby".
ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΑΛΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΙΤΣΗ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
(*) Το κείμενο ήταν γραμμένο στα αγγλικά. Μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη μητέρα μου Μαρία Κυρίτση-Παπαδοπούλου και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Αιολικά Γράμματα", τεύχος 174, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1998, σελ. 520-523.
Βλέποντας τον κόσμο σαν θεατρική παράσταση η Ιφιγένεια στην Αυλίδα είναι για την ανθρωπολογία ό,τι ο βασιλιάς Οιδίποδας για την ψυχολογία: δραματική παρουσίαση μιας βασικής διαμάχης. Ενώ, όμως, στον βασιλιά Οιδίποδα είμαστε αντιμέτωποι με μια συγκινησιακή κρίση που ο Freud ανακάλυψε ότι είναι τυπική γιατί στέκεται απογυμνωμένη από τους περίπλοκους μηχανισμούς των πιο κρυφών συναισθημάτων μας, στο Ιφιγένεια στην Αυλίδα είμαστε αντιμέτωποι με μια οριακή κατάσταση, όπως ήταν, μεταξύ του κόσμου της ιεροτελεστίας και του κόσμου της τραγωδίας.
Από την άποψη των ωφελιμιστών οικονομολόγων ο Vilfredo Pareto είχε αναμφίβολα δίκιο να επιλέξει αυτό το επεισόδιο της θυσίας της Ιφιγένειας σαν ένα παράδειγμα τρελής συμπεριφοράς, αφού η αναχώρηση του ελληνικού στόλου για την Τροία ήταν εξαρτημένη από τις καιρικές συνθήκες και όχι από τη θυσία μιας αθώας παρθένου. Παρόμοια ο Δανός μυστικιστής Keirkegaard είχε δίκιο να καταδικάσει την θυσία της κόρης του Αγαμέμνονα από τον φόβο ότι δεν μπορούσε να υπερνικήσει τη σκέψη ότι συντελείται ένα ιερό μυστήριο, σε αντίθεση με τον Αβραάμ, ο Αγαμέμνονας στερείται πίστης στο θεό που του έδωσε το δυσάρεστο μήνυμα να θυσιάσει το παιδί του.
Ευτυχώς που οι επικρίσεις των οικονομολόγων και των ηθικολόγων δεν έχουν εμποδίσει αυτούς που αγαπούν το θέατρο να θαυμάζουν την Ιφιγένεια στην Αυλίδα του Ευριπίδη. Παρόμοια ο τρόμος και η αποστροφή που οι ντόπιοι ενέπνεαν στους πρώιμους ιεραπόστολους και στους έμπορους δεν εμπόδισε τους ανθρωπολόγους να ανακαλύψουν ότι οι θυσιαστήριες τελετές και οι τελετές μύησης δεν ήταν απλά εκφράσεις σαδιστικής πίεσης ή εκδηλώσεις παράλογης νοοτροπίας. Μόνο αν αποφύγουμε να κρίνουμε άγνωστους λαούς με τις δικές μας αξίες μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάποτε θα τους κατανοήσουμε. Ο Rousseau που στην περίφημη κατηγορία ενάντια στην πρόοδο (γραμμένη το 1749) θεωρεί την πρόοδο υπεύθυνη για όλα τα ελαττώματά μας, ψεύδεται γιατί καταφέρνει να παρουσιάσει αδύνατο για το καλό των ανθρώπων να απορρίψουν τη βαρβαρότητα μόνο και μόνο επειδή δεν είναι ικανοί να απολαύσουν τα πλεονεκτήματα της προόδου μας.
Η ιστορία του Ηρόδοτου που δίδαξε τους Έλληνες πόσο ανθρώπινοι και ευγενείς μπορούν να γίνουν οι βάρβαροι σε μια δεδομένη στιγμή, μας δημιουργεί το συναίσθημα ότι η πρόοδός μας είναι ασταθής. Διαβάζουμε για την αβροφροσύνη με την οποία ο Καμβύσης, ο βασιλιάς της Περσίας, φέρθηκε στον ηττημένο αντίπαλό του Ψαμένητο, μια αβροφροσύνη, περισσότερο εκπληκτική όταν την συγκρίνουν με τον τρόπο που οι αυτοκράτορες των ημερών μας διαπραγματεύονται με τους εχθρούς.
Ακόμα, διαβάζοντας το League of the Iroquais ένα αιώνα μετά την πρώτη έκδοση (1851) γελάμε με τις χαρακτηριστικές ικανότητες που αποδίνει ο Morgan στους Ινδιάνους. Πως αυτοί έγιναν τόσο καλοί όταν οι πρόγονοί τους είχαν γίνει γνωστοί για την ωριμότητά τους; Δεν έχουμε παρά να επικαλεστούμε για απόδειξη τους τόμους του Jesuit Father γραμμένους τον 17ο αιώνα.
Αργότερα, οι επιστήμονες κατανόησαν ότι τη διαφορά μεταξύ των πρωτόγονων λαών και των πολιτισμένων εθνών δεν μπορούν να την ερμηνεύσουν απλά στο όνομα της "προόδου" γι' αυτό εισήγαγαν την έννοια της εξέλιξης. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Δαρβίνου, ο νόμος της κοινωνικής εξέλιξης, ήταν διατυπωμένος έτσι που το επίπεδο της οικονομίας, η ηθική, ο νόμος και η θρησκευτική πρόοδος των πρωτόγονων λαών μπορούν να αξιολογηθούν ακριβώς. Ωστόσο, ένας μεγάλος αριθμός ανθρωπολόγων, όπως οι Boas, Malinowski, Lowie και Kroeber δεν είχαν δυσκολία στο να αποδείξουν μια σειρά από γεγονότα, στα οποία η θέση των ανθρωπολόγων δεν υπολογίστηκε και στα οποία προφανώς αντιφάσκουν οι θεωρίες του Engels, των Γάλλων κοινωνιολόγων, ή του Freud. Ο τομέας των ανθρωπολόγων απέτυχε να πείσει τους αντιπάλους του και οι μαρξιστές οικονομολόγοι, οι Γάλλοι κοινωνιολόγοι και οι Φροϋδικοί ψυχολόγοι απέδειξαν, προς ικανοποίησή τους, ότι ήταν δυνατόν να επανεξεταστούν τα νέα ανθρωπολογικά δεδομένα κάνοντάς τα να συμβαδίσουν με τις δικές τους θεωρίες.
Σαν αποτέλεσμα, αυτή η μάλλον εκτός χρόνου αμφισβήτηση παρέμεινε αβάσιμη αλλά είχε το πλεονέκτημα να αποδεχθεί ότι ο όρος εξέλιξη όταν χρησιμοποιείται στην ανθρωπολογία μπορεί να είναι τόσο παραπλανητικός όσο και ο όρος πρόοδος. Πρόοδος και εξέλιξη μπόρεσαν να συνυπάρξουν, αλλά ενώ η πρόοδος προϋποθέτει εξέλιξη προς μια τελική κατάληξη, η εξέλιξη, σ' αυτό το σημείο μοιάζει να έχει ξεφύγει αρκετά μακριά από εκεί που ξεκίνησε. Μπορούμε να δούμε ένα δρομέα είτε να τρέχει μακριά από το σημείο εκκίνησης ή καθώς τρέχει προς το τέρμα. Αυτό που δεν είναι συνηθισμένο να κάνουμε, είναι να παρατηρούμε τον δρομέα χωρίς να συσχετίζουμε τη δράση του με τη θέση που άφησε πίσω του, ή τη θέση προς την οποία κινείται. Ακόμα, το τρέξιμο των Λάμα του Θιβέτ, που περιγράφεται τόσο ζωηρά από τον David-Neel, που τρέχουν για μέρες και νύχτες με καταπληκτική ταχύτητα χωρίς φανερό σκοπό. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η δραστηριότητα αυτών των αγίων φαίνεται παράλογη, όταν την συγκρίνουμε με τους δικούς μας δρομείς, δεν ενδιαφέρονται να φτάσουν ή να φύγουν, αντιλαμβανόμαστε ότι μπορούμε να συγκρίνουμε την δραστηριότητά τους με τους δικούς μας μόνο αν εμείς δεν ενδιαφερθούμε για τον τερματισμό, όπως συμβαίνει, όταν παίζουμε και απογοητευόμαστε όταν το παιχνίδι μας τελειώσει γρήγορα. Αλλά μπορούμε να πάμε ένα βήμα πιο πέρα προς αυτή την κατεύθυνση και να παρατηρήσουμε καταστάσεις που οι άνθρωποι κάνουν ό,τι μπορούν για να καθυστερήσουν το αναπόφευκτο τέλος. Μια τέτοια περίπτωση πρέπει να είχε ο Ευριπίδης στο νου του όταν έγραψε την Ιφιγένεια στην Αυλίδα. Η απόπειρα του Αγαμέμνονα να σώσει την κόρη του, ανεξάρτητα του ότι αντιλαμβάνεται το μάταιο της προσπάθειάς του, αν αντιπαρατεθεί με τις προσπάθειες των Μαραθωνοδρόμων, πρέπει να θεωρηθεί σαν πράξη απελπισίας με αναπόφευκτο αποκορύφωμα τη θυσία. Καταλήγοντας, όλες οι θυσίες, είτε ανθρώπων είτε ζώων, μπορούν να ιδωθούν ότι απεικονίζουν θεατρικά την πιο φοβερή παράσταση που είναι ο θάνατος.
Κάποιοι συγγραφείς, που από τον Bachofen ως τον Freud, τυποποίησαν τους νόμους της εξέλιξης, έκαναν μια διάκριση μεταξύ της βαθμιαίας κορύφωσης και του τελικού σκοπού, θα πρέπει να είχαν καταλάβει ότι συχνά είναι λιγότερο σημαντικό να καταλάβουμε τι πρόοδος έχει γίνει σ' ένα συγκεκριμένο χώρο από το να κατανοήσουμε που έχει διαμορφωθεί η κατάσταση και σε ποιο στάδιο ανήκει. Έτσι, αντίθετα από τον Vilfredo Pareto, ευχόμαστε την αναχώρηση των Ελλήνων από την Αυλίδα καθώς φτάνουν στο αποκορύφωμα οι σχέσεις τους με τις οικογένειες που άφηναν πίσω τους, η στιγμή της αναχώρησης θεωρείται δεδομένο να συνδεθεί με ένα σπουδαίο γεγονός, μια ασυνήθιστη τελετή έτσι που να μείνει αξέχαστη σ' αυτούς που πήραν μέρος. Συμμετέχοντας στην τελετή είχαν κάνει την αναχώρησή τους αλησμόνητη. Με άλλα λόγια οι λαοί αυτοί, λιγότερο περίπλοκοι από τους δικούς μας, είτε ήταν οι Έλληνες της Ομηρικής εποχής, ή οι Trobianders της εποχής του Malinowski, ήταν τόσο ικανοί να φτάσουν στον σκοπό τους όσο είμαστε εμείς και ακόμη είχαν εξ' ολοκλήρου διαφορετική άποψη για τις αποχαιρετιστήριες τελετές.
Τα καλύτερα κεφάλαια της ανθρωπολογίας γράφτηκαν από ειδικούς, οι οποίοι είχαν το χάρισμα να δουν από καλλιτεχνική άποψη τις περιπετειώδεις καταστάσεις, έδειξαν τη συμπάθειά τους για τους λαούς που είχαν εμπλακεί σε γοητευτικά περίεργες καταστάσεις. Από την άλλη πλευρά, αν ο Ηρόδοτος και ο Melville, έγραψαν σελίδες που έπρεπε να περιλαμβάνονται σε μια ανθρωπολογική ανθολογία, είναι γιατί όταν ήρθαν αντιμέτωποι με την εξωτική πραγματικότητα την μεταχειρίστηκαν με την ίδια προσοχή και αφοσίωση που έδειξαν σε οικείες περιπτώσεις.
Το εξωτικό είναι στο να διαχωριστούν τα ταραχώδη γεγονότα που έγιναν στον χρόνο και, από ανθρωπολογική άποψη μιλώντας να εκτιμηθεί ποια αξία είχαν οι διάφοροι τρόποι, σε ποια βασικά θέματα έχουν εξυπηρετήσει σε χώρο ή σε χρόνο. Στις διάφορες μεταβολές, ένας συγγραφέας εισάγει για ανάπτυξη ενός βασικού σχεδίου την μοντέρνα ανθρωπολογία, ερευνά ίχνη διαφορετικών πολιτισμών. Έτσι, σε μια συγκριτική μελέτη του Coktail party του Eliot και του Συμποσίου του Πλάτωνα, είναι ικανός να επισημάνει επί μέρους περιπτώσεις που επιβάλλουν σε έναν αρχαίο Αθηναίο και ένα σύγχρονο Λονδρέζο ή Νεοϋορκέζο να απαρνηθούν τις χαρές της σάρκας. Ενώ οι συγγραφείς των τραγωδιών μας εντυπωσιάζουν με το αναπόφευκτο μιας επικείμενης κρίσης, είναι οι ανθρωπολόγοι που μπορούν να διακρίνουν τους παράγοντες που οδηγούν στην επίσπευση ή την καθυστέρηση της μοιραίας αποκορύφωσης.
Ένας μοντέρνος ανθρωπολόγος μπορεί να ρίξει φως στην τραγωδία του Finow, κάποιου βασιλιά σε ένα νησί του Ειρηνικού, ανακαλύπτοντας το πολιτιστικό επίπεδο του λαού του νησιού του. Όπως αναφέρεται από τον Mariner, ο Finow, που είχε την τόλμη να αλλάξει την τελετή της κηδείας της κόρης του, γιατί αισθάνθηκε, ότι οι θεοί δεν ήταν αρκετά φιλεύσπλαχνοι για να την σώσουν, έπεσε νεκρός κατά τη διάρκεια της ανόσιας τελετής. Συγκρίνοντάς τον με τον Αγαμέμνονα, του Finow η πρόκληση φαίνεται παράλογη γιατί, δεν κατανόησε όπως ο Έλληνας βασιλιάς, ότι ο φόβος της ιεροσυλίας είναι πιο ανυπόφορος από τον φόβο του θανάτου.
Εάν οι βασιλιάδες ενεργούσαν σαν ήρωες ή παλιάνθρωποι, οι τραγωδοί και οι ανθρωπολόγοι μπορούν να πουν ότι στέκονται μάρτυρες ανάμεσα σ' αυτούς που δρουν και σε μας που είμαστε θεατές. Δυστυχώς, αυτή η απλή και ικανοποιητική σχέση ανατρέπεται επειδή παρεισφρήουν φιλόδοξοι προφήτες, οι οποίοι μπερδεύουν την φαντασία με την πραγματικότητα υιοθετώντας λαθεμένες απόψεις για τα συμβάντα. Είναι αναπόφευκτο στην εποχή μας που εξελίσσεται η σκέψη οι προφήτες του σκοταδισμού να ξαναερμηνεύσουν το προπατορικό αμάρτημα με ανθρωπολογικούς όρους. Αυτή η σειρά προφητών άρχισε από τον Rousseau, ο οποίος ερεύνησε κάθε ίχνος βίας στο Κοινωνικό Συμβόλαιο που οι ελεύθεροι άνθρωποι είχαν συμφωνήσει κάποτε να τηρήσουν. Ο μύθος του Rousseau εξάπτει την φαντασία των μεταγενέστερων συγγραφέων, και ο Nietzsche δραματοποίησε το κοινωνικό συμβόλαιο αποδίδοντας βία στο νόμο για το φόνο, ο Engels αποδίδοντάς την στην ληστεία.
Αν, όπως απαιτούν αυτοί οι προφήτες, ο πολιτισμός είναι η διαπραγμάτευση κάποιου εγκλήματος, η μελέτη της βίας θα είχε το προβάδισμα από κάθε άλλη μελέτη, και οι πρωτόγονες κοινωνίες θα έπρεπε να αναλυθούν, όπως έγινε στις Γαλλικές Σχολές Κοινωνιολογίας, από την άποψη ότι το τυπικό συνοδεύεται από έναν καθαγιασμένο φόνο όπως είναι η θυσία.
Κατ' επέκταση το ότι η ιδιοφυής αναπαράσταση της καταγωγής του πολιτισμού παρουσιάστηκε από τους Νιτσεϊστές Φροϋδικούς, από τους Μαρξιστές οικονομολόγους και από τους νομιμόφρονες Γάλλους κοινωνιολόγους να συμπυκνώνεται δραματικά σε εξαιρετικές στιγμές της ζωής των πρωτόγονων λαών, καλύπτει την καθημερινή πραγματικότητα που ο ανθρωπολόγος επιβάλλεται να αντιμετωπίσει και όχι να αγνοήσει. Στα λάθη και την αδυναμία των ανθρώπων- που αποτελούν την πρώτη ύλη της πλοκής των τραγωδιών - αυτός αντιτίθεται στη μορφή που έρχεται στο φως και μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά από την άποψη των διαπροσωπικών σχέσεων.
Δεν είναι σύμπτωση ότι η θεωρία των πολιτισμικών μορφών θα μπορούσε να είναι τόσο ταιριαστή στον Edward Sapir, τον επιστήμονα που μελέτησε τους πρωτόγονους λαούς με βάση τη γλώσσα, γιατί η γλώσσα είναι ο βασικός τύπος με τη βοήθεια του οποίου οι άνθρωποι κατάφεραν να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον. Με την προφορική επικοινωνία μπορούμε να αντιληφθούμε ότι πρέπει να έχουμε κάτι κοινό με τους γείτονές μας, το οποίο κοινό ο Πλάτωνας ονομάζει ιδέα και το φαντάζεται σαν τύπο κτήσης. Από την στιγμή που οι τύποι του λόγου και της συμπεριφοράς μιας ομάδας ανθρώπων είναι κοινά και δεν χρησιμοποιούνται αυθαίρετα, μπορούμε να τους μελετήσουμε σε σχέση με τη μορφή τους.
Σαν κατακλείδα μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η κριτική αξιολόγηση των διαλόγων του Πλάτωνα δεν αποτελεί εμπόδιο στην εκτίμηση των τραγωδιών του Αισχύλου ή του Ευριπίδη, έτσι η γοητεία της εμπειρίας μας όταν διαβάζουμε μια ωραία περιγραφή ενός ασυνήθιστου γεγονότος, όπως του Goffrey Gorere το Dahomeyan bullfight, ή του Dorr το ride with Apaches, δεν αποτελεί εμπόδιο από το να εκτιμήσουμε την ωραία περιγραφή μιας συνηθισμένης μέρας, όπως ζωντανεύει από την Margaret Meat στο "A day in Samoa" ή από τον Herman Menville στο "A bathing baby".
ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΑΛΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΙΤΣΗ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
(*) Το κείμενο ήταν γραμμένο στα αγγλικά. Μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη μητέρα μου Μαρία Κυρίτση-Παπαδοπούλου και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Αιολικά Γράμματα", τεύχος 174, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1998, σελ. 520-523.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου