ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Μάρκος Μέσκος γεννήθηκε στην Έδεσσα της Μακεδονίας το 1935. Εκεί οι εγκύκλιες και οι γυμνασιακές του σπουδές. Κατ' αρχάς στο εμπορικό κατάστημα του πατρός του και κατόπιν, 1965-1980, στην Αθήνα. Απεφοίτησε από το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Σχολής Δοξιάδη Αθηνών το 1968. Εργάστηκε, μεταξύ άλλων εργασιών του ποδαριού, ως γραφίστας σε αρκετά διαφημιστικά γραφεία αλλά και επιμελητής εκδόσεων. Πολύ πριν, από το 1957, είχε συνδεθεί με τη συντακτική ομάδα του περιοδικού "Μαρτυρίες". Γράφει ποιήματα από το 1952. Συνεργάστηκε με ποιήματα, μελέτες και πεζογραφήματα σε πολλά περιοδικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Από το 1981 είναι εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη. Φίλος και συνιδρυτής της εκδοτικής ομάδας των "Χειρογράφων" ενώ από το 1987-1993 εργάστηκε ως υπεύθυνος των εκδόσεων της Α.Σ.Ε. Έχει τιμηθεί με το βραβείο ποίησης του περιοδικού "Διαβάζω" για τους "Χαιρετισμούς", 1995, και με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, το 2006, για το σύνολο του ποιητικού του έργου.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
• Βέης Γιώργος, «Σπουδή κενού», Διαβάζω398, 7-8/1999, σ.88-89.
• Θεοδοσοπούλου Μαίρη, Φάις Μισέλ, Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, «Βραβείο ποίησης ‘95· Μάρκος Μέσκος: Χαιρετισμοί», Διαβάζω364, 6/1996, σ.90-92.
• Κεφαλάς Ηλίας, «Για πού τραβά η άγρια ομορφιά», Διαβάζω155, 19/11/1986, σ.60-62.
• Καλαμαράς Βασίλης, «Ποιοι είναι οι φίλοι του Μάρκου Μέσκου», Διαβάζω365, 7-8/1996, σ.80-84 (συνέντευξη).
• Λειβαδίτης Τάσος, Κριτική για τα Ισόβια ποιήματα, Αυγή, 22/10/1978.
• Μπουκάλας Παντελής, Κριτική για την Κομμένη Γλώσσα, Η Καθημερινή, 20/1/1998.
• χ.σ., «Μέσκος Μάρκος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό6. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987.
ΙV
Το φως του δρόμου μόνη συντροφιά
μαχαίρι αμφίστομο κάποτε στομώνει
Γεράσιμε Γεράσιμε πώς μείναμε μόνοι
και τα κεφάλια μας πνίγει η συννεφιά;
Πουλιά-καράβια ξένη προκοπή
μήτε ο ουρανός μήτε ο γιαλός μάς θέλει
σημαία μαύρη κουρέλι απ’ τα βέλη
του μάταιου κόσμου η συγκοπή.
Τί εικόνα τί πέλαο τί δρυμός!
Βουΐζουν όλα στον κόσμο επάνω
πεδίο βολής το λιγόκαιρο πλάνο
ατάλαντος ζωής λογαριασμός.
Άλλα εάν του θανάτου το στόμα πικρό
νέο δεν είναι τα ξέρεις μη φρίττεις
εδώ το πρόβλημα: κανενός πολίτης
καμίας πηγής δεν ήπιαμε νερό.
V
Του Σαγγαρίου οι μαχητές αποδεκατισμένοι μα πονηροί
φίλησαν το χέρι της καβουρομάνας Σαλονίκης κι από τότε
κάθε μέρα που ξυπνώ μια σπίνος είμαι μια κοράκι
έτσι μιλώ απ’ τη χαραυγή για το μπουκέτο εκείνο
στο μεθυσμένο το μυαλό του ασίκη Αβραάμ Μπεναρόγια!
Ο ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Το βουνό γονάτιζε νύχτα με το τσεκούρι και χαραυγές
τα ξύλα στην πόλη κατέβαζε με τα μουλάρια.
Στέργιο τον έλεγαν κι είχε πέντε παιδιά –όλα κορίτσια.
Παράλυτος πήγε από κακή ασθένεια και γυναίκες.
Καί τη γυναίκα είχε του σπιτιού
αυτός φωνές και χωρατά καθώς ξεφόρτωνε τα ζώα στην αυλή
κι εκείνη σιωπηλά επιτιμώντας τον
γιατί πουλάει το βουνό τόσο φθηνά
καί χαραμίζει τη ζωή του.
IV
Και πώς βρέθηκε παροπλισμένο μουλάρι στον μώλο
αμίλητο στα τέσσερα και την ουρά πέρα δώθε
άραγε να νοεί γιατί στον λαιμό η τριχιά
γιατί στερνή βάρκα θα φέρει ψάρι του πετρελαίου
και γιατί στα σύρματα χελιδονάκι τιτιβίζει
ξετρελαμένο εκείνο από χαρά
κι αυτό με την κεφάλα κάτω στη θλίψη.
VII
Πλατεία Ελευθερίας, πλατεία σύναξης των Εβραίων
Πλατεία των καϊκιών είναι το λιμάνι
που συνωστίζονται κατάρτια κι άλμπουρα και ιστοί
ώρα δειλινού και σούρουπο μουντό
να δούνε κινηματογράφο με χρώματα εξαίσια
κατά τον ΄Ολυμπο και τις ακτές της Κατερίνης.
Ο καλύτερος μου φίλος θα με προδώσει.
Αξιωματικός
Στο σκολειό, πολλές φορές η δασκάλα μάς ρωτούσε :
- Και τι θα γίνετε σα μεγαλώσετε, τι θα γίνετε
όταν σκορπίσετε από δω,
σαν γίνετε άντρες;
Kατέβαζα το κεφάλι κι έλεγα μέσα μου :
- Αξιωματικός πάνω στο άλογο, αξιωματικός ! ...
Μα τώρα που γνωρίζω τι σημαίνουν τα παράσημα,
τ' αστέρια πάνω στις επωμίδες, τώρα που γνωρίζω
τι σημαίνουν οι γυαλισμένες μπότες, τι σημαίνουν
τα σπιρούνια και οι ματωμένες σάλπιγγες,
προτιμώ να ' μαι βοσκός με τα γελάδια
όλη μέρα, βρέχει, χιονίζει, στο δάσος...
Ψιλόβροχο (XIV)
Κοίταζα τα φρύδια σου∙ βαθιά τα μάτια σου∙
τα μαύρα σου μαλλιά και το πικρό σου στόμα –
αν ανταμώσουμε ξανά θα σε γνωρίσω πάλι.
λέξεις που σημαίνουν λέξεις που δεν σπιθοβολούν
λέξεις που εγείρονται να μιλήσουν πάλι βιαστικά
μην τάχα δεν προλάβουν…
Ποιητής
Τελείωνε το ποίημα όταν πλησίασα.
(Ήταν αθάνατος ή όχι;)
Του μιλούσα κι αυτός έβλεπε πώς πίνουν νερό τα πουλιά
του μιλούσα κι αυτός έπαιρνε τη σάλπιγγα
να τραγουδήσει νεκρούς...
Του 'δειχνα τ' άσπρα μου μαλλιά μ' αυτός δε φοβόταν
τον θάνατο,
του 'λεγα να 'ρθεί μαζί μου να γελάσει
να χορέψει ή να κλάψει κάτω απ' τη θλιμμένη βροχή
μ' αυτός βρήκε βάναυσα τα λόγια μου
κι έφυγε κρύβοντας την παρουσία του στο πλήθος
όπως το λαβωμένο ζώο στο δάσος.
XVIII
Τω καιρώ εκείνω η χώρα πάλι δυστυχούσε.
Αόρατοι πόλεμοι μα θανατηφόροι εξίσου, αρρώστιες συχνά και το φριχτον τέλος όχι στην όμορφη θέα του μοναστηριού που οι καλόγεροι κρατούν στη μέση τα κλειδιά των κρανίων μήτε στον λόφο με τα κυπαρίσσια• μα στη σκόνη μέσα και στα σκου¬πίδια και στα υπόγεια αζήτητοι νεκροί –με το στανιό τα μάτια ορθάνοιχτα για τη φωτογραφία και την επικήρυξη. Και άλλη πείνα και ανέχεια ψυχής κάτω απ’ τον ίδιο πάντοτε ουρανό του κόσμου.
Στο διηνεκές τότε διάλεξε την ώρα ο Βασιλιάς και μια μέρα εκατέβη στην αγορά όπου το ψέμα συνωστίζεται και η απάτη και οι σιωπηλές φωνές του κέρδους. Παραμέρισαν οι ρακένδυτοι να περάσει η συνοδεία και να σταθεί στο κέντρον ο Μεγαλειό¬τατος με τις πορφύρες. Εκείνος, ο θεόπνευστος, σήκωσε τα χέρια ψηλά τρις, κάθε φορά γεμίζοντας τις χούφτες του διαμα¬ντικά και γρόσια και χρυσάφια τινάζοντάς τα προς τα σύννεφα, σημάδι, λένε, πως αγαπούσε τους ανθρώπους και τον λαό και πως τα χάριζε σκορπώντας τα έτσι.
Αλαλάζοντας συρφετός χύμηξε ποιος να προλάβει πρώτος χτυπώντας και υβρίζοντας ο εις τον άλλον. Γρηγορότερα από τις αστραπές της βροχής συνάχτηκαν οι ξαφνικές λάμψεις στο χώμα και το στερνό φλουρί ακόμα που κυλούσε προς τον υπόνομο.
Η πομπή ξεκίνησε από τα μάτια του Βασιλιά για το παλάτι με το κνούτο μπροστά που πρίν λίγο σιγούσε. Κι από τους τυχερούς της ημέρας άλλοι ταχύτατα λάκισαν σφίγγοντας τον κόρφο για το καλύβι, άλλοι βροντώντας τις τσέπες πέρασαν στίς ανάγκες και στα καπηλειά• μα κάποιοι στη γωνιά, αμέτοχοι στην εξαγορά του βίου τους, σφίγγοντας τα δόντια έκλαιγαν.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Μάρκος Μέσκος γεννήθηκε στην Έδεσσα της Μακεδονίας το 1935. Εκεί οι εγκύκλιες και οι γυμνασιακές του σπουδές. Κατ' αρχάς στο εμπορικό κατάστημα του πατρός του και κατόπιν, 1965-1980, στην Αθήνα. Απεφοίτησε από το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Σχολής Δοξιάδη Αθηνών το 1968. Εργάστηκε, μεταξύ άλλων εργασιών του ποδαριού, ως γραφίστας σε αρκετά διαφημιστικά γραφεία αλλά και επιμελητής εκδόσεων. Πολύ πριν, από το 1957, είχε συνδεθεί με τη συντακτική ομάδα του περιοδικού "Μαρτυρίες". Γράφει ποιήματα από το 1952. Συνεργάστηκε με ποιήματα, μελέτες και πεζογραφήματα σε πολλά περιοδικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Από το 1981 είναι εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη. Φίλος και συνιδρυτής της εκδοτικής ομάδας των "Χειρογράφων" ενώ από το 1987-1993 εργάστηκε ως υπεύθυνος των εκδόσεων της Α.Σ.Ε. Έχει τιμηθεί με το βραβείο ποίησης του περιοδικού "Διαβάζω" για τους "Χαιρετισμούς", 1995, και με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, το 2006, για το σύνολο του ποιητικού του έργου.
Εργογραφία (πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) Ι.Ποίηση • Πριν από το θάνατο. Θεσσαλονίκη, έκδοση του περιοδικού Νέα Πορεία, 1958. • Μαυροβούνι. Θεσσαλονίκη, ιδιωτική έκδοση, 1963. • Τα ανώνυμα. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1971. • Άλογα στον ιππόδρομο. Αθήνα, Ερμής, 1973. • Ιδιωτικό νεκροταφείο. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1975. • Τα ισόβια ποιήματα. Αθήνα, Σημειώσεις, 1977. • Τα φαντάσματα της ελευθερίας. Αθήνα, Σημειώσεις, 1979. • Άνθη στο καταραμένο φίδι. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1983. • Στον ίσκιο της γης. Αθήνα, Ύψιλον, 1986. • Δώδεκα μάηδες. Έδεσσα, ιδιωτική έκδοση, 1992. • Χαιρετισμοί. Αθήνα, Ύψιλον, 1995. • Άνθη στο καταραμένο φίδι. Αθήνα, Νεφέλη, 1998. ΙΙ.Πεζογραφία • Παιχνίδια στον παράδεισο. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1978. • Κομμένη γλώσσα. Αθήνα, Έρασμος, 1979. ΙΙΙ.Δοκίμια • Γνωστοί και άγνωστοι. Αθήνα, Έρασμος, 1987. ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις • Μαύρο δάσος (1958-1980). Αθήνα, Ύψιλον, 1981. • Διαλογή (από τις συλλογές Μαυροβούνι και Άλογα στον ιππόδορμο). Αθήνα, Μουσικός Άυγουστος, 1981. • Τα δέοντα. Έδεσσα, έκδοση Δήμου Έδεσσας, 1990. • Μαύρο δάσος (ποιήματα 1958-1986). Αθήνα, Νεφέλη, 1999. |
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
• Βέης Γιώργος, «Σπουδή κενού», Διαβάζω398, 7-8/1999, σ.88-89.
• Θεοδοσοπούλου Μαίρη, Φάις Μισέλ, Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, «Βραβείο ποίησης ‘95· Μάρκος Μέσκος: Χαιρετισμοί», Διαβάζω364, 6/1996, σ.90-92.
• Κεφαλάς Ηλίας, «Για πού τραβά η άγρια ομορφιά», Διαβάζω155, 19/11/1986, σ.60-62.
• Καλαμαράς Βασίλης, «Ποιοι είναι οι φίλοι του Μάρκου Μέσκου», Διαβάζω365, 7-8/1996, σ.80-84 (συνέντευξη).
• Λειβαδίτης Τάσος, Κριτική για τα Ισόβια ποιήματα, Αυγή, 22/10/1978.
• Μπουκάλας Παντελής, Κριτική για την Κομμένη Γλώσσα, Η Καθημερινή, 20/1/1998.
• χ.σ., «Μέσκος Μάρκος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό6. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987.
ΙV
Το φως του δρόμου μόνη συντροφιά
μαχαίρι αμφίστομο κάποτε στομώνει
Γεράσιμε Γεράσιμε πώς μείναμε μόνοι
και τα κεφάλια μας πνίγει η συννεφιά;
Πουλιά-καράβια ξένη προκοπή
μήτε ο ουρανός μήτε ο γιαλός μάς θέλει
σημαία μαύρη κουρέλι απ’ τα βέλη
του μάταιου κόσμου η συγκοπή.
Τί εικόνα τί πέλαο τί δρυμός!
Βουΐζουν όλα στον κόσμο επάνω
πεδίο βολής το λιγόκαιρο πλάνο
ατάλαντος ζωής λογαριασμός.
Άλλα εάν του θανάτου το στόμα πικρό
νέο δεν είναι τα ξέρεις μη φρίττεις
εδώ το πρόβλημα: κανενός πολίτης
καμίας πηγής δεν ήπιαμε νερό.
V
Του Σαγγαρίου οι μαχητές αποδεκατισμένοι μα πονηροί
φίλησαν το χέρι της καβουρομάνας Σαλονίκης κι από τότε
κάθε μέρα που ξυπνώ μια σπίνος είμαι μια κοράκι
έτσι μιλώ απ’ τη χαραυγή για το μπουκέτο εκείνο
στο μεθυσμένο το μυαλό του ασίκη Αβραάμ Μπεναρόγια!
Ο ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Το βουνό γονάτιζε νύχτα με το τσεκούρι και χαραυγές
τα ξύλα στην πόλη κατέβαζε με τα μουλάρια.
Στέργιο τον έλεγαν κι είχε πέντε παιδιά –όλα κορίτσια.
Παράλυτος πήγε από κακή ασθένεια και γυναίκες.
Καί τη γυναίκα είχε του σπιτιού
αυτός φωνές και χωρατά καθώς ξεφόρτωνε τα ζώα στην αυλή
κι εκείνη σιωπηλά επιτιμώντας τον
γιατί πουλάει το βουνό τόσο φθηνά
καί χαραμίζει τη ζωή του.
IV
Και πώς βρέθηκε παροπλισμένο μουλάρι στον μώλο
αμίλητο στα τέσσερα και την ουρά πέρα δώθε
άραγε να νοεί γιατί στον λαιμό η τριχιά
γιατί στερνή βάρκα θα φέρει ψάρι του πετρελαίου
και γιατί στα σύρματα χελιδονάκι τιτιβίζει
ξετρελαμένο εκείνο από χαρά
κι αυτό με την κεφάλα κάτω στη θλίψη.
VII
Πλατεία Ελευθερίας, πλατεία σύναξης των Εβραίων
Πλατεία των καϊκιών είναι το λιμάνι
που συνωστίζονται κατάρτια κι άλμπουρα και ιστοί
ώρα δειλινού και σούρουπο μουντό
να δούνε κινηματογράφο με χρώματα εξαίσια
κατά τον ΄Ολυμπο και τις ακτές της Κατερίνης.
Ο καλύτερος μου φίλος θα με προδώσει.
Αξιωματικός
Στο σκολειό, πολλές φορές η δασκάλα μάς ρωτούσε :
- Και τι θα γίνετε σα μεγαλώσετε, τι θα γίνετε
όταν σκορπίσετε από δω,
σαν γίνετε άντρες;
Kατέβαζα το κεφάλι κι έλεγα μέσα μου :
- Αξιωματικός πάνω στο άλογο, αξιωματικός ! ...
Μα τώρα που γνωρίζω τι σημαίνουν τα παράσημα,
τ' αστέρια πάνω στις επωμίδες, τώρα που γνωρίζω
τι σημαίνουν οι γυαλισμένες μπότες, τι σημαίνουν
τα σπιρούνια και οι ματωμένες σάλπιγγες,
προτιμώ να ' μαι βοσκός με τα γελάδια
όλη μέρα, βρέχει, χιονίζει, στο δάσος...
Ψιλόβροχο (XIV)
Κοίταζα τα φρύδια σου∙ βαθιά τα μάτια σου∙
τα μαύρα σου μαλλιά και το πικρό σου στόμα –
αν ανταμώσουμε ξανά θα σε γνωρίσω πάλι.
Σήματα
V
Πεινασμένος ο λόγος που καρτερεί σιωπηλάλέξεις που σημαίνουν λέξεις που δεν σπιθοβολούν
λέξεις που εγείρονται να μιλήσουν πάλι βιαστικά
μην τάχα δεν προλάβουν…
Ποιητής
Τελείωνε το ποίημα όταν πλησίασα.
(Ήταν αθάνατος ή όχι;)
Του μιλούσα κι αυτός έβλεπε πώς πίνουν νερό τα πουλιά
του μιλούσα κι αυτός έπαιρνε τη σάλπιγγα
να τραγουδήσει νεκρούς...
Του 'δειχνα τ' άσπρα μου μαλλιά μ' αυτός δε φοβόταν
τον θάνατο,
του 'λεγα να 'ρθεί μαζί μου να γελάσει
να χορέψει ή να κλάψει κάτω απ' τη θλιμμένη βροχή
μ' αυτός βρήκε βάναυσα τα λόγια μου
κι έφυγε κρύβοντας την παρουσία του στο πλήθος
όπως το λαβωμένο ζώο στο δάσος.
XVIII
Τω καιρώ εκείνω η χώρα πάλι δυστυχούσε.
Αόρατοι πόλεμοι μα θανατηφόροι εξίσου, αρρώστιες συχνά και το φριχτον τέλος όχι στην όμορφη θέα του μοναστηριού που οι καλόγεροι κρατούν στη μέση τα κλειδιά των κρανίων μήτε στον λόφο με τα κυπαρίσσια• μα στη σκόνη μέσα και στα σκου¬πίδια και στα υπόγεια αζήτητοι νεκροί –με το στανιό τα μάτια ορθάνοιχτα για τη φωτογραφία και την επικήρυξη. Και άλλη πείνα και ανέχεια ψυχής κάτω απ’ τον ίδιο πάντοτε ουρανό του κόσμου.
Στο διηνεκές τότε διάλεξε την ώρα ο Βασιλιάς και μια μέρα εκατέβη στην αγορά όπου το ψέμα συνωστίζεται και η απάτη και οι σιωπηλές φωνές του κέρδους. Παραμέρισαν οι ρακένδυτοι να περάσει η συνοδεία και να σταθεί στο κέντρον ο Μεγαλειό¬τατος με τις πορφύρες. Εκείνος, ο θεόπνευστος, σήκωσε τα χέρια ψηλά τρις, κάθε φορά γεμίζοντας τις χούφτες του διαμα¬ντικά και γρόσια και χρυσάφια τινάζοντάς τα προς τα σύννεφα, σημάδι, λένε, πως αγαπούσε τους ανθρώπους και τον λαό και πως τα χάριζε σκορπώντας τα έτσι.
Αλαλάζοντας συρφετός χύμηξε ποιος να προλάβει πρώτος χτυπώντας και υβρίζοντας ο εις τον άλλον. Γρηγορότερα από τις αστραπές της βροχής συνάχτηκαν οι ξαφνικές λάμψεις στο χώμα και το στερνό φλουρί ακόμα που κυλούσε προς τον υπόνομο.
Η πομπή ξεκίνησε από τα μάτια του Βασιλιά για το παλάτι με το κνούτο μπροστά που πρίν λίγο σιγούσε. Κι από τους τυχερούς της ημέρας άλλοι ταχύτατα λάκισαν σφίγγοντας τον κόρφο για το καλύβι, άλλοι βροντώντας τις τσέπες πέρασαν στίς ανάγκες και στα καπηλειά• μα κάποιοι στη γωνιά, αμέτοχοι στην εξαγορά του βίου τους, σφίγγοντας τα δόντια έκλαιγαν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου