ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΒΡΟΧΗΣ (ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ)

 



Παρακάτω παραθέτω ορισμένα ποιήματα για την βροχή. Δεν είναι όσα ποιήματα έχουν γραφτεί αλλά ορισμένες προσωπικές μου επιλογές. Καλή ανάγνωση. 



Βροχή 


έχει λιγνά δυο δένδρα
μικρό ένα περιβόλι·
και κάμνει εκεί της εξοχής
μια παρωδία το νερό —
μπαίνοντας σε κλωνάρια
οπού δεν έχουν μυστικά·
ποτίζοντας τες ρίζες
που έχουν ασθενικό χυμό·
τρέχοντας εις το φύλλωμα
που με κλωστές δεμένο
πεζό και μελαγχολικό
κρεμνά στα παραθύρια·
και πλένοντας καχεκτικά
φυτά που μες σε γλάστρες
τα ’στησ’ αράδα-αράδα
μια φρόνιμη νοικοκυρά.

Βροχή, που τα μικρά παιδιά
κοιτάζουνε χαρούμενα
μέσ’ από κάμαρη ζεστή,
κι όσο πληθαίνει το νερό
και πέφτει πιο μεγάλα,
χτυπούν τα χέρια και πηδούν.
Βροχή, που ακούν οι γέροι
με σκυθρωπήν υπομονή,
με βαρεμό κι ανία·
γιατί εκείνοι από ένστικτον
δεν αγαπούνε διόλου
βρεμμένο χώμα και σκιές.

Βροχή, βροχή — εξακολουθεί
πάντα ραγδαία να βρέχει.
Μα τώρα πια δεν βλέπω.
Θόλωσ’ απ’ τα πολλά νερά
του παραθύρου το υαλί.
Στην επιφάνειά του
τρέχουν, γλιστρούν, κι απλώνονται
κι ανεβοκατεβαίνουν
ρανίδες σκορπισμένες
και κάθε μια λεκιάζει
και κάθε μια θαμπώνει.
Και μόλις πλέον φαίνεται
θολά-θολά ο δρόμος
και μες σε πάχνη νερουλή
τα σπίτια και τ’ αμάξια.

 

Κ.Π. Καβάφης 

 

 

Βρέχει στην καρδιά μου

Βρέχει στην καρδιά μου
Και στην πόλη βρέχει
Ποια είναι εκείνη η λύπη
Που στην ψυχή μου μπαίνει;

Ω γλυκέ ήχε της βροχής
Που στις στέγες πέφτεις και καταγής!
Για μιας καρδιάς τη θλίψη
Ω, τραγούδι της βροχής!

Δίχως λόγο βρέχει
Μες στην καρδιά που δεν αντέχει!
Δεν υπάρχει τάχα προδοσία;
Το πένθος είναι δίχως αιτία;

Είναι ο χειρότερος πόνος
Να μην ξέρω το γιατί
Δίχως αγάπη και δίχως μίσος
Να υπάρχει στην ψυχή μου τόσος πόνος! 


Πωλ Βερλαίν (μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου) 



Η βροχή και το κρίνο

Οι τελευταίες μου λέξεις έχουν γίνει ένας κόμπος.
Όταν θάρθει το βράδυ, θα γίνουν βροχή.
Θα ποτίσω ένα κρίνο.
Κρατώ
από μνήμης το γέλιο σου. θα υφάνω μ’ αυτό
στο κρίνο ένα φόρεμα

Νικηφόρος Βρεττάκος     

 

 

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα

Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας
τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας
τώρα που οι μακρυνές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Κι είμαστε μόνοι ολομόναχοι
τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα

 

Οδυσσέας Ελύτης

 

 

 

Άρχισε μια σιγανή βροχή 

 

Έπεφτε μια κίτρινη παλιά βροχή…

Γ. Κ.

 

Άρχισε μια σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ.

Στις πολιτείες ο ουρανός φαίνεται μιαν απέραντη λασπωμένη πεδιάδα

Κι η βροχή είναι μια καλοσύνη, όσο να πεις, δε μοιάζει διόλου με το θάνατο

Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό ή με σκοπό —σου είναι αδιάφορο—

Μιαν εποχή μακρινή και νεκρή σα μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια.

Εγώ συλλογίζομαι πώς και γιατί άραγε μια βροχή μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα—

Χωρίς αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι όλα αυτά μια τέτοιαν ώρα—

Συλλογίζομαι όμως στις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες μιαν αλλιώτικη μυρουδιά

Ύστερα από τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τ’ αναμμένο φως

Ή μια γωνιά δίπλα στο τζάμι σ’ ένα μεγάλο καφενείο με τις αδιάφορες φωνές.

Τα συλλογίζεσαι όλα αυτά με τον πιο απλούστερο τρόπο ολωσδιόλου παιδιάστικα

Μπορείς να λησμονείς το κάθε τι, τί τάχα να γυρεύεις εδώ μια τέτοιαν ώρα

Εσύ, ο διπλανός σου, όλος αυτός ο κόσμος που πορεύεται δίπλα σου μες στο σκοτάδι

Αυτή η ανήσυχη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το πιο κοφτερό λεπίδι

Να λησμονείς για μιαν ελάχιστη στιγμή πως ίσως δεν τέλειωσε ούτε και απόψε για σένανε το κάθε τι

Τόσο π’ αν τρίξει κάτι αναπάντεχα είναι να σου ξυπνήσει την ακριβήν υπόθεση μιας επιστροφής

Τη χειμωνιάτικη ζεστή κάμαρα, το καφενείο με τις πολύχρωμες φωνές.

…Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος.

Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο. 


Μανώλης Αναγνωστάκης


 

Βροχή και άλλα κατακρημνίσματα 


Βροχή. Ψιχαλιστή ποτιστική δαρτή.
Υετός. Ομηρική βροχή.
Όμβρος. Αρχαία βροχή — καταρρακτώδης.
Βροχή και άλλα κατακρημνίσματα.
Χιών. Χιόνι χιονόνερο. Νιφετός.
Χάλαζα χαλάζι χαλαζόκοκκος.
(Σιούγκραβος στα όρη Τσαμαντά).
Υδατώδη ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα
αναντάμ παπαντάμ.
Προσφάτως τεχνητή βροχή
εσχάτως όξινη βροχή
προσεχώς κατακλυσμός.
Κατά ζεύγη τα ζώα
κατά μόνας τα φυτά
κατά κρημνού οι άνθρωποι — αγεληδόν
Κατά μάνα κατά κύρη άλλωστε.

Τρέχουν τα δάκρυα βροχή.
Βροχή μου. Βροχούλα μουσκεμένη. 


Μιχάλης Γκανάς 



Τα πουλιά φεύγουν το φθινόπωρο πηγαίνοντας να διεκπεραιώσουν
μυστηριώδεις υποθέσεις – την άνοιξη θα μάθουμε τα νέα
τ’ απογέματα οι φωνές των παιδιών που παίζουν μοιάζουν μ’ ένα
παραμύθι που δε μάς το τελείωσαν και γυρίζει και μάς αναζητά
ή όταν ακούω ένα φλάουτο να παίζει το βράδυ συλλογιέμαι πως
όλα θα τελειώσουν κάποτε.
Καμιά φορά βρέχει και κάθομαι σ’ ένα καφενείο, οι άνθρωποι όσο
γερνάνε γίνονται πιο ξένοι
κι είδα κάποιους απελπισμένους να περιμένουν στους σιδηροδρομικούς
σταθμούς, όχι για το ταξίδι, αλλά για τ’ όνειρο
ενώ οι στάλες της βροχής γράφουν μια μεγάλη επιστολή στα τζάμια.
Ποιος τη στέλνει; Τι γράφει; Θ’ απαντήσεις;

 

Τάσος Λειβαδίτης 

 

 

Σχέδιο με βροχή

Ένας γέρος σταμάτησε στη γωνιά καθώς πήρε να βρέχει.
Θλιβερός, ετοιμόρροπος γέρος σα φτιαγμένος από ένα σωρό
τσαλακωμένα χαρτιά[που άρχισαν κιόλας να μουσκεύουν κάτω απ τη βροχή,
θε μου, τα χαρτιά λιώνουν – μια ομπρέλα, λοιπόν, ηλίθιοι,
δε βλέπετε,
αυτός ο άνθρωπος θα διαλυθεί. Χαρτιά από παλιά ερωτικά
γράμματα,
λευκώματα, παιδικές επιστολές στο Θεό,
χαρτιά από εξισώσεις, κατασχέσεις, δικογραφίες δολοφόνων,
αποδείξεις από πανάρχαια χρέη και ξεθωριασμένα χειρό-
γραφα
λησμονημένων ποιητών.

Και πάντα η βροχή ήρεμη, σιωπηλή
τυλίγοντας τον κόσμο σ ένα γκρίζο, κουρελιασμένο πανί
σαν ένα χέρι που τόκοψαν και παν να το θάψουν.
ήρεμη, ταπεινή βροχή, γεμάτη συχώρεση 

 

Τάσος Λειβαδίτης 

 

 

Ώρες βροχής

Ήρθαν οι πρώτες βροχές. Άλογα μουσκεμένα
Στέκονται κάτω απ᾿ τα δέντρα με μισόκλειστα μάτια
Κάνοντας πως μασάνε λίγο ξερό χορτάρι
Μέσα στη φθινοπωρινή τους άνοια.
Η Μαρία θα ῾θελε να χτενίσει με τη χτένα της τη βρεγμένη τους χαίτη.
Αλλά οι τελευταίοι παραθεριστές έφευγαν κιόλας. Μια κότα
Λίγο πιο κει κακάριζε ανάρμοστα. Κι ήταν μια λύπη
Να βλέπεις πλήθος τα σπουργίτια πεινασμένα να χαμοπετάνε
Στα τρυγημένα αμπέλια, να βλέπεις και τα σύννεφα
Ν᾿ αλλάζουν, να σκίζονται, να τρέχουν παρ᾿ ότι
Καρφωμένα εδώ κι εκεί με μαύρες πρόκες από κοράκια.
Έτσι, μέσα σε λίγες ώρες, γέρασε η Μαρία. 


Γιάννης Ρίτσος 

 

 

Βγήκα στη βροχή, 

μα η φωτιά μέσα μου 

άσβεστη μένει.


Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος 




Στο ιερό της Κυθέρειας

Γροθιά παγωμένη
ο φόβος στα νεύρα
αγάπες νεκρές
τριγυρνούν στο μυαλό μας
μας ξύνουν πληγές
μας παγώνουν το αίμα
γραπώνουν το σώμα
μας αλυσοδένουν.

Μα η φλόγα πλανεύτρα
αρνείται να σβήσει
στον δικό της χορό
μας τραβάει, μας σέρνει
τους πόθους ακούει
ψιθύρους αιθέριους
γι' αγάπη μιλάνε
γλυκές υποσχέσεις
καλούν στη ροή τους.

Σ' αρχέγονο μύθο
μας βάζει, ιέρεια
παλιών μυστηρίων.
Kρυφό μονοπάτι
που βάδιζαν μύστες
μας βγάζει σε τόπο
αρχαίο, κρυμμένο
με άστρα ζωσμένο
ιερό της Κυθέρειας
της χρυσής Αφροδίτης
που θηρία μαγεύει
και τη σκέψη πλανεύει.

Ευλογία σκορπά
στων κορμιών μας τον μίτο
αστερόσκονη πέφτει
από ουράνια πλεξίδα
της Αριάδνης την κόμη
βροχή που εξαγνίζει
το σώμα φωτίζει
με λάμψη ποτίζει
το δέρμα, τις φλέβες
του νου τους νευρώνες
φλογίτσες χορεύουν
στα κύτταρα πάνω
τον πόθο ανάβουν
σε έκσταση λάμπουν.

Χαρίτα Μήνη





Η βροχή

 

Βρέχει συνέχεια.

Μούλιασε το χώμα,

τα ρούχα λάσπωσαν,

λερώθηκε η ψυχή.

Κι αυτή η βροχή,

δε λέει να σταματήσει.

Τα δάκρυα δεν προφταίνουν να στεγνώσουν.

 

Θεοχάρης Παπαδόπουλος 

 

 


 

Το τανγκό της αγάπης

 

Ενα τανγκό βγαλμένο απ άλλη εποχή,

να παίζει η αγάπη μουσική

και ο σκοπός να οδηγεί.

 

Η αγάπη όλα τα μπορεί,

είσαι η ανάσα στη ζωή,

είσαι του πάθους αφορμή.

όλα εσύ-όλα εσύ

 

Ένα τανγκό μαζί σου μέσα στη βροχή,

κι ο φόβος να έχει πια χαθεί

κι ο έρωτας να ακολουθεί

 

Ένα τανγκό μέσα στης πόλης τη γιορτή.

Να αλλάξει χρώμα η μουσική

κι όλα να έχουν φωτιστεί

 

Ανδριάνα Μπιρμπίλη

 

 

 

Δια βίου συνήθειες 

Όλοι ακούμε
τους ήχους της βροχής
στις στέγες, στα παράθυρα,
στους δρόμους

μα όσοι ξύπνησαν
από έναν ύπνο σκοτεινό
μπορούν,
τουλάχιστον για λίγο,
ν΄αφουγκραστούν
ακόμη και του ήλιου
τις ακτίνες

έπειτα ξεχνούν
τον τρόπο
και τους λόγους

γιατί μόνο
καθώς πνίγεσαι
θυμάσαι
πως είναι
ν' ανασαίνεις 

 

Νίκος Δανέζης

 

 

 


 

 


 


 



Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ

ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ Χ.Φ. ΛΑΒΚΡΑΦΤ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΙ ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ