ΣΤΙΧΟΙ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ

 



       Είναι μεγάλη συζήτηση για το τι κάνει ένα τραγούδι σπουδαίο, η μουσική ή οι στίχοι του. Πολλές φορές ισχύουν και τα δύο. Παρακάτω παραθέτω ορισμένους στίχους από τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Τα περισσότερα γράφτηκαν από ποιητές όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Οδυσσέας Ελύτης κ.α. Πριν προχωρήσω στην παράθεση των στίχων θα ήθελα να κάνω κάποιες διευκρινήσεις: 1) Επειδή ο κατάλογος των τραγουδιών του Μίκη είναι τεράστιος εδώ παραθέτω μόνο κάποιες προσωπικές επιλογές. 2) Ορισμένα ποιήματα είναι πολύ μεγαλύτερα και έχει μελοποιηθεί μόνο ένα μέρος τους. Παραθέτω μόνο το μελοποιημένο κομμάτι.  


Δραπετσώνα 



Μ' αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
Κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ' τη δουλειά
Εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά
 
Το 'δερνε αγέρας κι η βροχή
Μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.

Πάρ' το στεφάνι μας, πάρ' το γεράνι μας
Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
 
Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
Στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
Κάθε παράθυρό του κι ουρανός
 
Κι όταν ερχόταν η βραδιά
Μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά

Πάρ' το στεφάνι μας, πάρ' το γεράνι μας
Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί 


Τάσος Λειβαδίτης 




Βρέχει στη φτωχογειτονιά 



Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου
 
Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς 
τον αναστεναγμό μου
 
Οι συμφορές αμέτρητες
δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες.
 
Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς 
τον αναστεναγμό μου 
 
 
Τάσος Λειβαδίτης 
 
 
 

Της ξενιτιάς (Φεγγάρι μάγια μου 'κανες) 



Φεγγάρι μάγια μου 'κανες
και περπατώ στα ξένα
είναι το σπίτι ορφανό
αβάσταχτο το δειλινό
και τα βουνά κλαμένα
Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή
 
Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
ένα χελιδονάκι,
να πάει να χτίσει τη φωλιά
στου κήπου την κορομηλιά
δίπλα στο μπαλκονάκι,
στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή
 
Να πάει στη μάνα υπομονή
δεμένη στο μαντίλι
προικιά στην αδερφούλα μου
και στη γειτονοπούλα μου
γλυκό φιλί στα χείλη

 
 
Ερρίκος Θαλασσινός 
 
 
 
 

Μέρα Μαγιού 



Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
Μέρα Μαγιού σε χάνω
Άνοιξη γιε που αγάπαγες
Κι ανέβαινες απάνω
 
Στο λιακωτό και κοίταζες
Και δίχως να χορταίνεις
Άρμεγες με τα μάτια σου
Το φως της οικουμένης
 
Και μου ιστορούσες με φωνή
Γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
Τόσα όσα μήτε του γιαλού
Δεν φτάνουν τα χαλίκια
 
Και μου 'λεγες πως όλ' αυτά
Τα ωραία θα 'ν' δικά μας
Και τώρα εσβήστης κι έσβησε
Το φέγγος κι η φωτιά μας 


Γιάννης Ρίτσος 




Που Πέταξε Τ' Αγόρι Μου 



Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου
Καρδούλα της καρδιάς μου
Πουλάκι της φτωχιάς αυλής
Ανθέ της ερημιάς μου.
 
Πού πέταξε τ' αγόρι μου
Πού πήγε, πού μ' αφήνει.
Χωρίς πουλάκι το κλουβί
Χωρίς νερό η κρήνη.
 
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου
Και δε θωρείς που κλαίω
Και δε σαλεύεις δε γρικάς
Τα που πικρά σου λέω. 


Γιάννης Ρίτσος 



Χάθηκα 


Χάθηκα,
Μέσα στους δρόμους που μ' έδεσαν για πάντα
Μαζί με τα σοκάκια, μαζί με τα λιμάνια.

Χάθηκα,
Γιατί δεν είχα τα φτερά και είχα εσένα Κατινιώ
Γιατί είχα όνειρα πολλά
Και το λιμάνι,
και το λιμάνι είναι μικρό
Γιατί ήμουν πάντα μόνος
Και θα 'μαι πάντα μόνος. 

Γιάννης Θεοδωράκης 





Όμορφη Πόλη 



Όμορφη πόλη φωνές μουσικές
απέραντοι δρόμοι κλεμμένες ματιές
ο ήλιος χρυσίζει χέρια σπαρμένα
βουνά και γιαπιά πελάγη απλωμένα
 
Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου 


Η νύχτα έφτασε τα παράθυρα κλείσαν
η νύχτα έπεσε οι δρόμοι χαθήκαν 


Γιάννης Θεοδωράκης 



Ποιος τη ζωή μου 



Ποιός τη ζωή μου, ποιός την κυνηγά
να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα;
ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά
σαν ψάρι μ' έχουν πιάσει μες στα δίχτυα
 
Για κάποιον μες στον κόσμο είν' αργά
ποιός τη ζωή μου, ποιός την κυνηγά; 


Ποιός τη ζωή μου, ποιός παραφυλά
στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;
πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά
που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει; 


Για κάποιον μες στον κόσμο είν' αργά
ποιός τη ζωή μου, ποιός την κυνηγά; 

Μάνος Ελευθερίου 


Θα σημάνουν οι καμπάνες 


Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα λάμπει, λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μέσ' τα σίδερα και κείνοι μεσ' το χώμα.

Σώπα όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
 
Κάτω απ' το χώμα μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε τις καμπάνας το σχοινί,
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση
 
τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
 
δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει 


Γιάννης Ρίτσος 



Της αγάπης αίματα 



Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
Και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
Οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
Μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
 
Στ' ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
Αμαρτία μου να 'χα κι εγώ μιαν αγάπη
Μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
 
Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
Τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
Την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
Μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
 
Κι από τότε γύρισαν καταπάνω μου
Των αιώνων όργητες ξεφωνίζοντας
Ο που σ' είδε, στο αίμα να ζει
Και στην πέτρα
Μακρινή μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο.
 
Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα
Μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα με φως
Ξεπληρώνω
Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο. 


Οδυσσέας Ελύτης 



Ο λεβέντης 


Σαν τον αητό φτερούγαγε στη στράτα
Τον καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια
με χαμηλά, τα μαύρα του τα μάτια
λεβέντης εροβόλαγε.

Στα μάτια του ένα σύννεφο
μες στην καρδιά του σίδερο
Κυλάει το αίμα, σκέπασε τον ήλιο
κι ο χάρος εροβόλαγε.

Σφαλούν τα μάτια κι οι καρδιές
σφαλούν τα παραθύρια
Μετά χιμάει ο χάροντας καβάλα
κι εκείνος χαμογέλαγε.

Ποιος κατεβαίνει σήμερα στον Άδη
ποιόν κουβεντιάζει η γειτονιά κι ανανταριάζει
γιατί βουβά είναι τα βουνά κι οι κάμποι
λεβέντης εροβόλαγε. 


Νότης Περγιάλης 




Το τρένο φεύγει στις οκτώ 



Το τρένο φεύγει στις οχτώ
ταξίδι για την Κατερίνη
Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει
να μη θυμάσαι στις οχτώ  

το τρένο για την Κατερίνη
Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει 



Σα βρήκα πάλι ξαφνικά
να πίνεις ούζο στου Λευτέρη
νύχτα δε θα 'ρθει σ' άλλα μέρη
να 'χεις δικά σου μυστικά 

και να θυμάσαι ποιος τα ξέρει 

νύχτα δε θα 'ρθει σ' άλλα μέρη 

 

Το τρένο φεύγει στις οχτώ
να εσύ μονάχος σου έχεις μείνει
σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη
μεσ' στην ομίχλη πέντε οχτώ 

μαχαίρι στη καρδιά σου εγίνει
σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη 

 

Μάνος Ελευθερίου 

 

Δρόμοι παλιοί 



Δρόμοι παλιοί που αγάπησα
Και μίσησα ατέλειωτα
Κάτω απ' τους ίσκιους του σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπες
Κι η πόλη νεκρή
 
Την ασήμαντη παρουσία μου
Βρίσκω σε κάθε γωνιά
Κάμε να σ' ανταμώσω κάποτε
Φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ,
ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
Κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη
Στις υγρές μου παλάμες
 
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα
Χωρίς να γνωριζω κανένα
Κι ούτε κανένας, κι ούτε κανένας
Με γνώριζε, με γνώριζε

 

Μανώλης Αναγνωστάκης 

 


 
 



 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ

ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ Χ.Φ. ΛΑΒΚΡΑΦΤ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΙ ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ