ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

 



       Έχει σχέση το φαγητό με την ποίηση; Τι γεύση έχει η πνευματική τροφή; Παρακάτω παραθέτουμε μια μικρή ανθολογία ποιημάτων, που αναφέρονται στο φαγητό. Όχι, λοιπόν, καλή όρεξη, αλλά καλή ανάγνωση: 


Μποναμάς

 

Σαράντα σβέρκοι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες

σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες

ξετσίπωτοι ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι

ντυμένοι στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι.

 

Εξήντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς βαράν καμπάνες)

φάγανε γουρουνόπουλα, στραγγίσαν νταμιτζάνες!

Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στα τζάκια,

κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στα μπατζάκια.

 

Την προσευκή τους κάνανε τα πράματα ν’ αλλάξουν

να ξεπροβάλουν οι κυράδες του Δεκαημέρου

χωρίς καπίστρι και λουρί, πολλές μαζί… (φυλάξου

τα πισινά του μουλαριού τα μπρος του καλογέρου!)

 

Κι ο Σατανάς τούς άκουσε που πιο καλά τους ξέρει

κι έστειλε τον καθηγητή της ηθικής ξεφτέρι…

 

Όξω οι φτωχοί φωνάζανε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες»

γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες.

Κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι

ανοίξαν το παράθυρο κι είπανε: «Φταιν οι αθέοι».

 

Γερβάσιος ο... Θεοεμβαίκτης (Διά το γνήσιον Κώστας Βάρναλης) 



 

                     Τα δεκατέσσερα παιδιά

 

 

«…Εν αρχή ην η αγάπη…» μελωδούσε γιομίζοντας

το γυμνό σου δωμάτιο μια παράξενη άρπα,

καθώς σ’ έπαιρνε ο ύπνος και το χέρι σου, κρύο,

σαν κλωνί λεμονιάς σε νεκρό, αναπαύονταν

πάνω στο στήθος σου. Κι έβλεπες

πως άνοιγε τάχα μια πόρτα στον ύπνο σου.

Πως μπαίναν τα δεκατέσσερα παιδιά λυπημένα

και στεκόντουσαν γύρω σου. Τα μάτια τους θύμιζαν

σταγόνες σε τζάμια: «Έλεος! Έλεος! Έλεος!...»

τινάζοντας τη βροχή και το χιόνι από πάνω τους,

τα ζύγιαζες με το βλέμμα σου σα να’ θελες να τους κόψεις

την ευτυχία στα μέτρα τους, ενώ η άρπα συνέχιζεν

απαλά μες στον ύπνο σου: «… Ό,τι θέλει κανείς

μπορεί να φτιάξει με την αγάπη. Ήλιους κι αστέρια,

ροδώνες και κλήματα…». Αλλά εσύ προτιμούσες

μποτίτσες φοδραρισμένες με μάλλινο,

πουκάμισα κλειστά στο λαιμό -

γιατί φυσάει πολύ στο Καλέντζι!

Έβλεπες πως ράβεις με τα δυο σου χέρια,

έβλεπες πως ζυμώνεις με τα δυο σου χέρια

κι ονειρευόσουν πως μπαίνεις στην τάξη

με δεκατέσσερις φορεσιές,

με δεκατέσσερα χριστόψωμα στην αγκαλιά σου.

 

 

Αλλά ξύπναγες το πρωί κι άκουγες που έβρεχε.

Σε δίπλωνε σα μια λύπη τ’ αδιάβροχό σου

κι ο δρόμος για το σχολειό γινόταν πιο δύσκολος.

Βάδιζες κι είχες σκυμμένο το πρόσωπο

σαν να ‘ταν κάποιος απάνω σου και να σ’ έκρινε

για τ’ άδεια σου χέρια. Σαν να ‘φταιγες μάλιστα,

σ’ όλη τη διαδρομή σε μπάτσιζε το χιονόνερο.

 

 

Έμπαινες στο σχολειό κι όπως τ’ αντίκριζες

μοιραζόταν σε δεκατέσσερα χαμόγελα το πρόσωπό σου.

Θυμόσουν πως η αγκάλη σου ήταν μισή

κι ανεβαίνοντας πάνω στην έδρα σου

άνοιγες τη λύπη σου και τα σκέπαζες,

όπως ο ουρανός σκεπάζει τη γη.

 

 

Ώρα 8 και 20 ακριβώς.

Το μάθημα αρχίζει κανονικά.

Εσύ πάνω απ’ την έδρα και απ’ αντίκρυ σου ο Χριστός,

απαλός και γλυκύς μες στο κάδρο του,

δίνατε τα χέρια πάνω από τα κεφάλια τους

να τους κάμετε μια σκέπη από ζεστασιά,

γιατί σας ήρθανε και σήμερα μουσκεμένα

κι η λύπη περπατάει μες στα μάτια τους,

όπως ο σπουργίτης πάνω στο φράχτη.

 

 

Το καλαμπόκι δεν ψώμωσε το περσινό καλοκαίρι

κι ακούς το ψωμάκι που κλαίει μες στις μπόλιες τους.

Ώρα 10 και 20’. Το μάθημα συνεχίζεται.

Οι σπουργίτες σου χτυπούν τα φτερά τους.

Το μολύβι πεθαίνει ανάμεσα στα κοκαλιασμένα τους δάχτυλα.

Η καρδιά σου είναι τώρα μια στάμνα σπασμένη.

Τα λόγια σου βγαίνουν αργά, σα μια βρύση που στέρεψε:

«Ο μέγας Αλέξανδρος… Ο μέγας Αλέξανδρος…

Ο μέγας Αλέξανδρος…».

Τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Τα μέτρησες δέκα φορές.

Τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Μετράς το ένα χέρι σου

- τ’ άλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σε συννεφιά -

τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Σηκώνεις το πρόσωπο,

κοιτάζεις τη στέγη, κάνεις πως σκέφτεσαι,

σκύβεις πάλι στην έδρα, ξεφυλλίζεις τον Αίσωπο,

κατεβαίνεις και γράφεις στο μαυροπίνακα,

κοιτάζεις τον ουρανό απ’ το παράθυρο,

γυρίζεις το κεφάλι σου αλλού,

δεν μπορείς άλλο παρά να κλάψεις.

Παίρνεις το μαθητολόγιο στα χέρια σου,

κάτι ψάχνεις να βρεις, το σηκώνεις διαβάζοντας

και σκεπάζεις το πρόσωπό σου.

 

             Νικηφόρος Βρεττάκος 

 

Γράμμα στον Ζολιό - Κιουρί 

 

Αη - Στράτης Νοέμβρης 1950

Αγαπημένε μου Ζολιό,

σου γράφω από τον Αη - Στράτη.

Βρισκόμαστε δω πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες

άνθρωποι απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι

με μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας

μ' ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές κ' ένα ξεροκόμματο φως στο ταγάρι μας

άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο

άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας

εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως και συ

τη λευτεριά και την ειρήνη.

(...)

Ξεμάθαμε πολλά, Ζολιό,

ξεμάθαμε πώς γλιστράει το ψάρι της γαλήνης στα ρηχά της σιγαλιάς

πώς μπλέκονται οι γαλάζιες φλέβες στα χέρια της άνοιξης - ξεμάθαμε

μάθαμε τώρα κάτι πράματα απλά

πολύ απλά

πολύ σίγουρα

πως ο ουρανός αρχίζει απ' το ψωμί

πως δεν είναι δίκιο άλλοι να βγάζουν το ψωμί

κι άλλοι να τρώνε το ψωμί

πως δεν είναι δίκιο να φτιάχνουν κανόνια

και να λείπουν τ' αλέτρια, - απλά πράματα,

μπορεί κ' ένα παιδί να τα πει σε μια φυσαρμόνικα της τσέπης

μπορεί κ' ένας καλός φαντάρος που ονειρεύτηκε τη μάνα του

να τιναχτεί απ' τον ύπνο του και να τα πει σε μια σάλπιγγα

κ' οι νεκροί μας τα ξέρουν πιο καλά - κάθε νύχτα η σιωπή τους τα φωνάζει -

απλά πράματα

- δεν είμαστε σοφοί, Ζολιό,

απλά πράματα λέμε

πολύ απλά τα λέμε

πως αξίζει κανένας να ζει και να πεθαίνει

για τη λευτεριά και την ειρήνη.

(...)

Ζολιό, πες και στους άλλους αδελφούς μας

στον Ερεμπουργκ, στον Αραγκόν και στο Νερούντα,

στον Ελυάρ, στον Πικασσό και σ' όλα μας τ' αδέρφια

πως είμαστε δω πέρα τρεις χιλιάδες εξόριστοι

όχι για τίποτ' άλλο, αδέρφια μου,

παρά μονάχα, να, γιατί και 'μεις όπως και 'σεις

σηκώνουμε στη ράχη μας ένα αγκωνάρι απ' το καμένο σπίτι μας

να χτίσουμε για κείνους που θα 'ρθούν ένα καινούργιο σπίτι με πολλά παράθυρα

πολλά φαρδιά παράθυρα προς την ανατολή

να μη νυχτώνει από νωρίς η καρδιά των μανάδων

να μην κοιμούνται κάθε βράδυ τα παιδιά δίπλα στο θάνατο.

Και πού θα πάει, Ζολιό; - θα λιώσουμε μια μέρα τις οβίδες

να φτιάξουμε σφυριά κι αλέτρια και μπαλκόνια και φτερά

κ' ένα άγαλμα Αφτερης Χαράς στη στάση, εκεί, των λεωφορείων, στη φτωχογειτονιά μας

στη γειτονιά μας που θα μερμηγκιάζει απ' τα γιαπιά

κάτου απ' τ' ασίγαστο χωνί του χεροδύναμου μεγάφωνου των συνδικάτων

που όλο θα λέει, θα λέει σταράτα και με νούμερα

για τις τεράστιες καταχτήσεις των λαών στο πλάνο της ανοικοδόμησης

και θ' απαγγέλλει ποιήματα των νέων προλετάριων ποιητών

για το χαρούμενο έρωτα

για τους υδατοφράχτες

και για τον εξηλεκτρισμό του κόσμου.

Αχ, έτσι, αδέρφια μου, να μην υπάρχουν πια καμένα σπίτια

μα να 'ναι όλος ο κόσμος ένα σπίτι ασβεστωμένο με τη βούρτσα του ήλιου

κι αχ, έτσι, αδέρφια μου, τούτο το σπίτι να το συγυρνάει μονάχα

η μάνα μας η Λευτεριά κ' η πρωτοθυγατέρα της η Ειρήνη. 


Γιάννης Ρίτσος 


Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
Θεωρούνε ταπεινό
Να μιλάς για το φαΐ
Ο λόγος; Έχουνε κι όλας φάει
Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
Χωρίς να ’χουνε δοκιμάσει κρέας της προκοπής
Πώς ν’ αναρωτηθούν πού ’θε έρχονται
Και πού πηγαίνουν
Είναι τα όμορφα δειλινά τόσο αποκαμωμένοι
Το βουνό και την πλατειά τη θάλασσα
Δεν τά’χουν ακόμα δει
Όταν σημαίνει η ώρα τους
Αν δεν νοιαστούν οι ταπεινοί
Γι’αυτό που είναι ταπεινό
Ποτέ δεν θα υψωθούν
Το ημερολόγιο
Δεν δείχνει ακόμα την ημέρα
Όλοι οι μήνες, όλες οι ημέρες
Είναι ανοιχτές
Κάποια απ’ αυτές θα σφραγιστεί
Μ’ έναν σταυρό
Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί
Οι έμποροι φωνάζουν γι’αγορές
Οι άνεργοι πεινούσαν
Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται
Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσήματα
Ζητάνε θυσίες
Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους 

Μπέρτολτ Μπρεχτ 

 

Στις γυναίκες

Βούρτσισε το σακάκι
Βούρτισ’ το δυο φορές!
Όταν το βούρτσισμα τελειώσεις
Μένει μια πατσαβούρα καθαρή.
Μαγείρευε όλο φροντίδα
Μη λυπηθείς κανένα κόπο!
Σαν κι η δεκάρα λείπει
Σκέτο νεράκι είναι η σούπα.
Δούλευε, δούλευε ακόμα πιο πολύ!
Κάνε οικονομία, μοίραζέ τα πιο καλά!
Λογάριαζε, λογάριαζε μ’ ακρίβεια!
Σαν κι η δεκάρα λείπει
Τίποτα δεν μπορείς να κάνεις.
Ό,τι πάντα κι αν κάνεις
Ποτέ αρκετό δε θα ’ναι.
Η κατάστασή σου είναι άσκημη
Κι ακόμα πιο άσκημη θα γίνει.
Δεν πάει έτσι άλλο πια
Αλλά η διέξοδος ποια είναι;

Σαν η δεκάρα λείπει, καμιά δουλειά δεν είναι αρκετή.
Το ζήτημα για το κρέας, που σας λείπει στην κουζίνα
Δεν πρόκειται μες στην κουζίνα να κριθεί.
Ό,τι κι αν κάνετε
Ποτέ αρκετό δε θα ’ναι.
Η κατάστασή σας είναι άσκημη
Κι ακόμα πιο άσκημη θα γίνει.
Δεν πάει έτσι άλλο πια

Αλλά η διέξοδος ποια είναι;

 

Μπέρτολτ Μπρεχτ

 

Γύρω από το πιάτο

 

Σας είδα καθώς περνούσα

Χαρούμενοι και ευτυχισμένοι κόβατε κομμάτια ψωμιού·

μαύρο και στεγνό.

Τα πρόσωπά σας φέγγιζαν με αδιανόητη χαρά,

ενώ τα μικρά σας δάχτυλα

τα ριζωμένα από την πολλή δουλειά,

τα τοποθετούσατε στο πιάτο του γιαουρτιού.

 

Πόση γεύση αισθανόσασταν!

Λόγω της οξύτητας κλείνατε λίγο τα μάτια σας

και γοργά τρώγατε τις δαγκωματιές

που ρίχνατε την μια μετά την άλλη.

Το στομάχι, άδειο από το πρωί

γιόμισε με την αγνή τροφή.

 

Ναι, κανείς δεν σας είδε,

καθώς στεκόσασταν στηριζόμενοι

στον στύλο, στη γωνιά της ρούγας.

Και εσείς το ίδιο, δεν παρατηρήσατε κανέναν!

 

Μιλάγατε σιγανά και με κέφι,

διότι την τροφή την είχατε κερδίσει με την εργασία σας,

και με τον ιδρώτα του μετώπου σας.

Χωρίς σκέψη, τελείωσε το πιάτο γιαουρτιού

και έκπληκτοι παρατηρούσατε ο σύζυγος την σύζυγο.

Είχατε μείνει έκπληκτοι.

 

Χαρούμενοι σηκωθήκατε και απαρατήρητοι

από τους πολλούς ανθρώπους,

χωρίς καμιά επιφύλαξη,

πήγατε κατευθείαν στην εργασία σας,

για να σιγουρέψετε και στο βραδινό

κανένα άλλο πιάτο.

Musine Kokalari (1917-1983)μετάφραση από τα αλβανικά: Μεριντιάν Μέτο 



Τρώγοντας ποίηση

Μελάνι τρέχει από τις γωνίες του στόματός μου.
Δεν υπάρχει ευτυχία σαν τη δική μου.
Τρώω ποίηση. Διαρκώς.

Η βιβλιοθηκάριος δεν πιστεύει στα μάτια της.
Τα μάτια της είναι λυπημένα
και περπατάει με τα χέρια στο φόρεμά της.
Τα ποιήματα έφυγαν.
Το φως είναι αμυδρό.

Τα σκυλιά είναι στις σκάλες του υπογείου και ανεβαίνουν.
Οι βολβοί του ματιού τους ρολάρουν
τα ξανθά πόδια τους φλέγονται σαν φρύγανα

Η καημένη η βιβλιοθηκάριος αρχίζει να χτυπά κάτω τα πόδια της και να κλαίει.
Δεν καταλαβαίνει.
Όταν πέφτω στα γόνατά μου και γλείφω τα χέρια της,
ουρλιάζει.

Μαρκ Στραντ (Mark Strand) Μετ: Ασημίνα Ξηρογιάννη 

 

το γατί μου
δε χορταίνει μόνο με χάδια
θέλει και φαΐ
το κορμί μου
δε χορταίνει μόνο με φαΐ
θέλει και χάδια

 

Ντίνος Χριστιανόπουλος 

 

Εξομολόγηση 

 

 

Ματωβαμένο χώμα….Ποιό χώμα;
Πέτρες γυμνές
πλυμένες με βροχή και θάλασσα,
έτοιμο όπλο για πόλεμο
– πιότερο χρήσιμο υλικό
για να λαξεύεται η ομορφιά
και να θαμπώνει μ’ αντηλιά
το βλέμμα
και το πνεύμα.

Πώς να πιστέψουμε σ’ ένα θεό; 

Πάντα προστρέχαμε στον Απόλλωνα
μα και στον ‘Αρη.

Και πάντα θυσιάζαμε στον Διόνυσο
με τσίπουρο και με κρασί
και σουβλιστό κατσίκι.

Ο ήλιος χάδι στο κορμί.
Ο άνεμος στ’ αφτί τραγούδι
κι η νύχτα πανωσέντονο
με πούλιες κεντημένο.
Πού νά ‘βρει άκρη ο καημός;
Αλέθεται μπουκιά – μπουκιά
ταχιά για να ξεσπάσει
σ’ ένα χορό ζεϊμπέκικο
σιμά στ’ ακροθαλάσσι.

Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος 


Χαϊκού

 

Πεινούν και τρώνε. 

Κάποιοι δεν έχουν. Κι άλλοι 

τρώνε και πεινούν.  

 

Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος 

 

 

Κι ένα γλυκό

Αγόρασε chedar, ham
και δυο εφημερίδες
να γεμίζει τις ώρες της μοναξιάς της.
Α, και ένα γλυκάκι
να τρώει διαβάζοντας.

Ζει μόνη,
στην ομίχλη του βορρά,
και φοβάται τον θάνατο.

Κούλα Αδαλόγλου 

 

Χαμένη Εδέμ

Γέμισα την κατάψυξη καρπούς και φρέσκα φρούτα. 
Ελιές, αμύγδαλα, λωτούς, μήλα των Εσπερίδων. 
Σύκα γλυκά, συκάμινα στο χρώμα της βιολέτας 
φύλλα μυρτιάς μυρωδικά, ξανθό αραποσίτι 
χουρμάδες, ρόδια, πιπεριές, μαύρα μεστά σταφύλια 
λιαστές ντομάτες σαν καρδιές, κεράσια ματωμένα. 
Φράουλες σχήμα του φιλιού και άρωμα αγάπης. 
Μπιζέλι καταπράσινο, σέλινο σε λινό 
μαντίλι πεντακάθαρο μπιρσιμοκεντημένο. 
Μάντολες χρώμα του πανσέ, μαστίχα μεθυσμένη 
χρυσό ζαχαροκάλαμο σε αργυρό χανάπι. 

Δεν τα γευτήκαμε ποτέ. 
Τ' ανακυκλώσαμε μαζί με το ψυγείο. 

 

Δήμητρα Καραφύλλη  

 

Συνταγές μαγειρικής

Ερωτικές μαγειρικές.
Μισό βήμα τραπέζι νεροχύτης,
ανακατεύοντας κρεμμύδια
ορμόνες και σκέψεις
με τον έρωτα του Πλάτωνα.

Ο έρωτας περνάει από το στομάχι
και προχωρεί σε όλο το σώμα
μαζί με μυρωδιές μπαχαρικών.

Η λαϊκή σοφία χωράει στη μικρή κουζίνα
και πρέπει κάτι να κάνεις,
γιατί τα κρεμμύδια
μόνο δάκρυα φέρνουν.

Ντίνα Γεωργαντοπούλου 

 

Η Πολυπλοκότητα του να Τρως Ψάρια

Μνήμη Χούλιο Κορτάσαρ

Κάποια γυναίκα καθαρίζει ψάρια στη Σενεγάλη
Την είδα χθες τη νύχτα στο ντοκιμαντέρ
Βγάζει τα λέπια και τα σπλάχνα και ξεπαγώνουν
Κάνοντας κύκλους στο φούρνο μικροκυμάτων
Κάποια γυναίκα καθαρίζει ψάρια στη Σενεγάλη
Έχει χρόνο απέραντο ένα μαχαίρι κι ένα παιδί που κλαίει
Καθαρίζει ψάρια στη Σενεγάλη κι εγώ βιάζομαι
Καθαρίζει ψάρια που ποτέ δεν θα φάει κι ανάμεσά μας
Μεσολαβεί ένας πιλότος και τρεις μεταπράτες
Απ’ όσα πλήρωσα δεν θα φτάσει σχεδόν τίποτα
Να σταματήσει αυτό το παιδί «το αληθινό πρόσωπο των αγγέλων»
Να κλαίει από πείνα.
Κάποια γυναίκα καθαρίζει ψάρια στη Σενεγάλη
Τα βάζω στο τηγάνι και μυρίζουν κρέας
Κρέας τηγανιτό κι ανθρώπινο που πεινάει.
Ανάμεσα σε μένα και στα ψάρια που θα φάω
Υπάρχει μια περίπλοκη πραγματικότητα
Κάποιες εξειδικεύσεις κάποιες λησμονιές
Για να με κάνουν να φάω κρέας ανθρώπινο που κλαίει.
Κάποια γυναίκα καθαρίζει ψάρια στη Σενεγάλη
Κι εγώ ετοιμάζομαι να ξεχάσω πως τρώω κρέας ανθρώπινο.
Είναι πολύ περίπλοκο στις μέρες μας να τρως ψάρια
Θα πρέπει πρώτα να κάνεις μια μικρή προσπάθεια να μη σκέφτεσαι. 

Βασίλης Λαλιώτης 

 

Οδηγός μαγειρικής

Είχα κι εγώ μια μητέρα.
Όλοι δικαιούνται από μία.
Δεν ήξερε να μαγειρεύει.
Στο τραπεζομάντηλο κεντούσε φαγητά.
Ο αδελφός μου όλο πεινούσε.
Εγώ πάχαινα συνέχεια.


Όταν τελικά μας εγκατέλειψε,
αγοράσαμε μια χύτρα ταχύτητας
Η βαλβίδα σφύριζε.
Το σπίτι κυλούσε ανεξέλεγκτο στις ράγες.


Ένας σταθμάρχης με πινέλο έβαψε μαύρο
πρώτα τον πατέρα κι ύστερα τον αδελφό.
Αυτό δημιούργησε μουντζούρες στο χαρτί.
Στη φωτογραφία υπήρχαν τα κορμιά
με μία τρύπα μηδενικό στη θέση των προσώπων.


Μου απέμεινε η μητέρα.
Απέκτησε μάλιστα οδηγό μαγειρικής.
Μαγειρεύει πια θεσπέσια δείπνα για έναν στην κουζίνα.

Χλόη Κουτσουμπέλη 



Ένα παιδί (περιστατικό στη Hauptplatz)

 

Ένα παιδί 12 χρονώ ήρθε σήμερα και μου ζητιάνεψε.
Ένα παιδί 12 χρονώ ήρθε σε μένα σήμερα και ζητιάνεψε την ώρα
που έτρωγα όρθιος αφηρημένος στην καντίνα.
Ένα Τουρκάκι Κουρδάκι Αιγυπτιάκι Αραβάκι.
Με κοίταξε ειρωνικά στα μάτια
όταν αρνήθηκα τα λεφτά μου να του δώσω.
Με ρώτησε ειλικρινά για το λουκάνικο: «Είναι καλό;»
Μια φωνή που δεν ακούστηκε απ΄ τη ντροπή
που πετάχτηκε που χτύπησε στο απέναντι κτίριο
και συντρίφτηκε με κρότο στο πεζοδρόμιο.
Ένα μελαμψό παιδί που σύρθηκε απ΄ το μανίκι
στο τούρκικο και κατάπιε με τεράστιες μπουκιές
το φαΐ που μετανοημένα του αγοράστηκε.
Ένα μικρό παιδί σε μια ξένη χώρα με τυρκουάζ καπελάκι
με μαύρα παπούτσια δίχως λέξη ξένης γλώσσας
πεινάει στο δρόμο ζητάει φαΐ, λεφτά
και δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει τι του έχει συμβεί.
Τρώει υπάκουα το φαΐ που του αγοράστηκε,
ευχαριστεί τον κύριο και φεύγει.
Γυροφέρνει λίγο ακόμα στην πλατεία
ανόητα άσκοπα ζαλισμένα.
Σάββατο βράδυ σε μια ξένη χώρα δίχως λέξη ξένης γλώσσας
ένα μικρό παιδί κάθισε στο βρώμικο πλακόστρωτο
μπροστά σε ανέμελους περαστικούς
έβγαλε το τυρκουάζ καπελάκι του και ζητιάνεψε.

 

Χρήστος Αντισθένης Ζάχος  

 

Χαϊκού 

 

Τα ψάρια ψητά 

μες στον φούρνο με λάδι

και πετρέλαιο. 


Θεοχάρης Παπαδόπουλος 

 

Φαγοπότι 

 

Τα φάγανε και ψίχουλο δεν έμεινε για το φτωχό,

μόνος μέσα σε ένα κόσμο σιωπηλό.

Πλούτος πολύς μα στα χέρια των αστών,

άνθρωποι μίζεροι έχουν το βλέμμα καρφωμένο στο κενό.

 

Δεν είναι ηθικό να κλέβεις για να φας ψωμί,

μα είναι καλό να σου παίρνουν την ζωή.

Σου στέρησαν κάθε καρπό απ' την δική σου γη,

κάθε ελπίδα μάταιη μπροστά στην ενοχή.

 

Τραπέζια στήνονται γεμάτα με αγαθά

για λίγους κοιλαράδες με κάλπικη καρδιά.

Σαν αμνός που περιμένει την σφαγή κάθεσαι και υπομένεις,

όμως το τέλος έρχεται νωρίς όταν σωπαίνεις.

 

Θα ‘ρθει καιρός το ξέρω να σκεφτείς πως πρέπει να παλέψεις,

μην είναι αργά φοβάμαι! Γιατί ακόμα περιμένεις;

Πάλη χρειάζεται η ζωή, πάλη και σκέψη ταξική! Για το ψωμί που σου ανήκει,

για το παιδί που θα στο φαν’ οι λύκοι.

 

 

Ανδριάνα Μπιρμπίλη 

 


Οι γυναίκες δε γράφουν ποίηση 


“Σιγά, τι ξέρουν οι γυναίκες από ποίηση;”
χλευάζουν οι αριστοκράτες των καφενείων
Λίγο νύχι, λίγο σφουγγάρισμα,
μόνο μην τυχόν
και ρίξουν στίχους στο φαγητό μας
μην κάψουν το χυλό
τσιγαρίζοντας την ποίησή τους
γιατί το δίχως άλλο θα την κάψουν και αυτή
Και τι θα τρώμε πια εμείς;
Δε χωνεύονται εύκολα οι στίχοι,
δεν είναι εύγευστοι
Ρίξε λίγο αλάτι παραπάνω,
τρίψε λίγο δυόσμο
Μόνο – προς Θεού – μην βάλεις ποίηση
Είναι και αυτά τα λόγια,
φαρμάκι ρε παιδί μου,
φαντάζεσαι να τα κάνουν στίχους;
Δε θα τους φτάνουν τόμοι ολόκληροι
να στοιβάξουν τα βάσανά τους
Ας βάλουν μάσκαρα,
να καλλωπιστούν,
να μας αρέσουν
Ως εκεί.
Όχι ποίηση όμως.
Αφού “δεν το `χουν”,
δεν αποπνέουν μυρωδιά ποιητή.
Το άρωμά σας, κυρίες μου, μας αρκεί.
Άντε τώρα στην κουζίνα.
Ακούστε που σας λέω,
οι γυναίκες για ποίηση
δεν κάνουν.


Θεοδώρα Φελέρη 

 


 

 

 

 

 



 




 



 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ

Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΜΑΖΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ