ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΒΙΕΡΑΤΟΣ
Ο Δημήτρης Λιβιεράτος γεννήθηκε το 1927. Είναι ιστορικός και ένας από τους σημαντικότερους ερευνητές της ιστορίας του ελληνικού εργατικού κινήματος.
Τα κυριότερα έργα του είναι:
1) Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1918-1936), τέσσερις τόμοι, Εναλλακτικές Εκδόσεις,
2) Παντελής Πουλιόπουλος. Ένας διανοούμενος επαναστάτης, Γλάρος, 1992.
3) Τα Συνέδρια της ΓΣΕΕ, Προσκήνιο, 1997.
4) Η εργατική πρωτομαγιά στην Ελλάδα, Προσκήνιο, 1999.
5) Το αόρατο εργοστάσιο της επανάστασης (1959-1962), Μαύρη Λίστα, 2001.
Ο Δημήτρης Λιβιεράτος γεννήθηκε το 1927. Είναι ιστορικός και ένας από τους σημαντικότερους ερευνητές της ιστορίας του ελληνικού εργατικού κινήματος.
Τα κυριότερα έργα του είναι:
1) Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1918-1936), τέσσερις τόμοι, Εναλλακτικές Εκδόσεις,
2) Παντελής Πουλιόπουλος. Ένας διανοούμενος επαναστάτης, Γλάρος, 1992.
3) Τα Συνέδρια της ΓΣΕΕ, Προσκήνιο, 1997.
4) Η εργατική πρωτομαγιά στην Ελλάδα, Προσκήνιο, 1999.
5) Το αόρατο εργοστάσιο της επανάστασης (1959-1962), Μαύρη Λίστα, 2001.
Το ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ θα δημοσιεύσει ορισμένα διηγήματα του Δημήτρη Λιβιεράτου, που δεν έχουν δημοσιευτεί πουθενά άλλου μέχρι σήμερα. Απόψε δημοσιεύουμε το πρώτο διήγημα:
ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ
Οκτώμισυ περίπου. Μέσα Φλεβάρη και κάπως ψυχρή νύχτα. Κάθησε στο κάθισμα του Ηλεκτρικού στον Πειραιά. Ανατρίχιαζε. Δεν τον πείραζε τόσο το κρύο, αλλά η κούραση. από τις 8 το πρωί στο Ναυτικό Γραφείο.
Η μέρα άρχισε ομαλά. Τέλεξ, Φαξ, γράμματα, συνειθισμένες ενέργειες για ανεφοδιασμούς των καραβιών της εταιρίας. Μέχρι τις 10.17 όταν έφτασε το Τέλεξ από την Καζαμπλάνκα όλα άλλαξαν στο γραφείο.
"Εξαιρετικώς επείγον. M/V KAPETAN LIAS στίγμα... νότια Καζαμπλάνκας κατευθυνόμεθα Κέιπ Τάουν, Ν. Αφρικής. Άξονας Β΄πρώτης μηχανής άμεσος αντικατάσταση. Αύριο πρωί ανοικτά του Ντακάρ. Εαν δεν έχουμε άξονα αντικατάστασης διακόπτουμε και προσορμιζόμεθα".
Ο ΛΙΑΣ 69.500 τόν. Ξηρού φορτίου, ναύλος περίπου 20.000 δολ. την ημέρα. Αυτόματα του ήρθαν οι σκέψεις. Γνώριζε όλα τα πλοία της εταιρίας και τους καπεταναίους. Ο Παναγής ήταν νέος σχετικά αλλά σοβαρός και μετρημένος. Πραγματικά βρισκόταν σε ανάγκη. Αυτόματα του ήρθαν όλα αυτά στο μυαλό. Τι φορτίο δεν γνώριζε.
Ειδοποιήθηκε ο Αρχικαπετάνιος της εταιρίας. Ζήτησε οπωσδήποτε να συνεχιστεί το ταξίδι.
Τότε άρχισε η μάχη με το χρόνο. Άξονας βρισκόταν στην Ταγγέρη. Κανονίστηκε να φύγει με πτήση Καζαμπλάνκας και στη συνέχεια Ντακάρ. Ειδοποιήθηκε ο ατζέντης εκεί πέρα να τον παραλάβει. Πήραν το μετεωρολογικό της περιοχής. Όχι τόσο καλό. Αίθριος, αλλά μπωφόρ και ψηλά κύματα. Μικρό πλοίο δεν θα μπορούσε να πλησιάσει. Επείγον Φαξ: "ακόμα και με ελικόπτερο". Στις 19.30 μετεδόθη το τελευταίο Φαξ από τον ατζέντη του Ντακάρ. "Αύριο πρωί μεταφέρεται με ελικόπτερο. Ειδοποιήθηκε καπετάνιος να δώσει στίγμα και ώρα προσέγγισης. Ο.Κ.". Για τελευταία φορά ο Παντελής επικοινώνησε με τον καπετάνιο. Πήρε απάντηση ότι σήμα ελήφθη, όλα Ο.Κ. Θα δώσουν στίγμα, θα αλλάξουν τον άξονα εν πλω και συνεχίζουν.
Ανάπνευσε, αλλά ήταν ψόφιος από την ένταση, την αγωνία. Ειδοποίησε τον Αρχικαπετάνιο. Του είπε ότι μένει ακόμα μισή ώρα μέχρι να έρθει ο βραδινός. Τότε λύγισε το κεφάλι στο γραφείο εξαντλημένος. Κατάλαβε ότι όλη μέρα είχε πιεί μόνο καφέδες. Σηκώθηκε να πάρει κάτι φρυγανιές. 7.50 πήρε τηλέφωνο του πλοιοκτήτη.
"Παντελή ευχαριστώ και καλή ανάπαυση". Ήξερε βέβαια ότι για να ανησυχήσει το μεγάλο αφεντικό το πράγμα ήταν πιο σοβαρό από τα συνειθισμένα. Ήξερε ακόμα ότι το έκτακτο δώρο θα ερχόταν σύντομα.
Με κουρασμένα βήματα έφτασε στο σταθμό του Ηλεκτρικού. Να πάρει λίγο αέρα. Ούτε να οδηγήσει μπορούσε, ούτε πρόχειρο ταξί βρήκε. Τώρα κρύωνε με την πόρτα του βαγονιού ακόμα ανοικτή. Οι θέσεις σχεδόν όλες γεμάτες.
Ακούστηκε το προειδοποιητικό σφύριγμα. Πριν κλείσει η πόρτα μπήκε η Ανθή, με δυο τεράστιες τσάντες στα χέρια. Έσπρωξε κι έκατσε από μέσα στη θέση δίπλα στο παράθυρο. Φώναξε σε μια κυρία απέξω.
"Γειά σου Μαρία" και στη μικρή "Φιλιά κουκλάκι μου".
"Αντίο νονά" και η πόρτα έκλεισε.
Με δυο βαριές τσάντες δεν γινόταν τίποτε.
"Με συγχωρείτε, κρατάτε μια στιγμή;" Ο Παντελής πήρε τη μια τσάντα.
"Προσοχή παρακαλώ έχει γυαλικά από τη θεία μου, μια στιγμή να τα ακουμπίσω κάτω".
Αλλά δεν γινόταν και η τσάντα έμεινε στα χέρια του Παντελή.
"Άστη δεν πειράζει, πάει κι έτσι" είπε χαμηλά.
"Ευχαριστώ πολύ κύριε", είπε η φωνή της Ανθής.
"Δεν πειράζει άστο" απάντησε.
Σήκωσε το κεφάλι. Γύρισε επιτέλους να τη δει. Και τότε στάθηκε απορημένος.
"Καλέ είσαι ωραία" ακούστηκε.
Στα 35 βάδιζε η Ανθή. Εργαζόμενη σε Υπουργείο από πολλά χρόνια.
Ζωή συνειθισμένη. Γραφείο εσωτερικό. Γέρος προϊστάμενος, μια μεσόκοπη συνάδελφος και δυο νεαρές κοπέλλες. Όλοι τους σε μαδημένα τραπέζια με πολλά χαρτιά. Ζωή συνειθισμένη. Ένας γάμος σχεδόν του τίποτε. Τέλειωσε γρήγορα με το διαζύγιο χωρίς ν' αφήσει ίχνη. Τώρα στα 35 περιποιόταν τον εαυτό της. Αλλά έμπαινε κιόλας στο κανάλι της απογοήτευσης. Από καιρό δεν την πείραζαν πια.
Της ήρθε κατακέφαλο.
"Καλέ δεν ντρέπεστε" ψιθύρισε κατάπληκτη.
"Συγγνώμην δεν τόχω ξαναπεί".
Στα 45 ο Παντελής μοναχικός οδοιπόρος. Σκληρός στη θάλασσα, μαρκονιστής και μετά πλήρωμα εδάφους στα γραφεία. Ίκανος υπάλληλος για δύσκολες και υπεύθυνες δουλειές. Ντροπαλός και φοβισμένος με τις γυναίκες από νέος.
Ξανάσκυψε το κεφάλι και κοίταζε τη τσάντα με τα γυαλικά. Οι άλλοι επιβάτες δεν κατάλαβαν σχεδόν τίποτε.
Η Ανθή σκέφτηκε να θυμώσει, αλλά ντράπηκε να το τραβήξει. Αυτό το μακρόστενο, λευκό πρόσωπο, μόνο κούραση έδειχνε, αλλά καθόλου προσβολή.
Δεν μίλησαν άλλο. Το τρένο έφτανε στον Ταύρο.
"Με συγχωρείτε θα κατέβω, να πάρω τη τσάντα".
"Προχωρείτε και σας τη δίνω".
Σηκώθηκαν δίπλα στην πόρτα. Σχεδόν ψιθυριστά:
"Για μια εβδομάδα θα περιμένω οκτώ με οκτώμισυ το βράδυ στην πλατφόρμα του Πειραιά. Θα χαρώ να σε ξαναδώ".
Άνοιξε η πόρτα. Πετρωμένη η Ανθή πήρε τη τσάντα κι έφυγε.
Ο Παντελής πίσω στη θέση του.
---
Της φάνηκε τόσο απίστευτο, απίθανο. το σκεφτόταν όλη νύχτα και μέρα. Την τρίτη βραδιά κατέβηκε στον Πειραιά. Το κρύο έτσουζε. Δεν πίστευε στα μάτια της. Αυτός καθόταν στο παγκάκι του σταθμού και κοίταζε μπροστά. Περίμενε. Έφτασε σχεδόν κοντά του, πίσω του. Δεν τόλμησε. Φοβήθηκε και γύρισε πίσω.
---
Την έκτη βραδιά κατέβηκε πάλι. Πολύ το κρύο. Τον είδε να κάθεται στο παγκάκι ώρα οκτώ και είκοσι, να βλέπει χαμηλά. Της φάνηκε λυπημένος. Πλησίασε ακόμα περισσότερο, λίγο στο πλάι, από πίσω.
Ήταν λιγάκι μπλεδιασμένος απ' το κρύο εκεί στον απέραντο ανοιχτό σταθμό με πλήθος κόσμο να πηγαίνει, νάρχεται. Το αποφάσισε. Προχώρησε και στάθηκε μπροστά του.
Πέρασε μια στιγμή που είδε τα παπούτσια να σταματούν με κατεύθυνση σ' αυτόν. Άρχισε να σηκώνει αργά το κεφάλι στα πόδια, στο σώμα. Επιτάχυνε στο πρόσωπο. Σηκώθηκε με λιγοστό χαμόγελο και προσμονή στα μάτια. Εκείνη τον αγκάλιασε σφιχτά και δεν τον ξανάφησε ποτέ της πια.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου