ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ ( 1921-2006 )
Βιογραφικό Σημείωμα Ο Κλείτος Κύρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος (1951-1983). Από το 1974 ως το 1976 διετέλεσε γενικός γραμματέας του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1945 με τη δημοσίευση του ποιήματος Προσμονή στο περιοδικό Φοιτητής. Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Αναζήτηση. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Διαγώνιος (όπου δημοσίευσε πολλές λογοτεχνικές μεταφράσεις), Ο Αιώνας μας, Νέα Πορεία, Κοχλίας και Κριτική. Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση (Λόρκα, Έλιοτ, Απολλιναίρ, Ώντεν κ.α.) και κινηματογραφική κριτική. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά και πολωνικά. Ο Κλείτος Κύρου τοποθετείται στην λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική γενιά των ελλήνων ποιητών. Ο ποιητικός του λόγος ξεκίνησε από νεοσυμβολιστικές επιρροές και διαρκή ανάκληση του παρελθόντος, που προέκυπτε από τα βιώματα του ποιητή και οδηγήθηκε σταδιακά σε μια φιλοσοφική ενατένιση της ιστορίας, η οποία εκφράστηκε μέσα από μια λιτή ποιητική γραφή. Το 1988 τιμήθηκε με το β΄ κρατικό βραβείο ποίησης, το οποίο αποποιήθηκε, και το 1994 με το α΄ κρατικό βραβείο μετάφρασης (για τους Τσέντσι του Σέλλεϋ). Πέθανε το 2006. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κλείτου Κύρου βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Κλείτος Κύρου», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.284-285. Αθήνα, Σοκόλης, 1982, Γεράνης Στέλιος, «Κύρου Κλείτος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Ζήρας Αλεξ., «Κύρου Κλέιτος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986 και «Κλείτου Κύρος», Who’ s who 1998· Επίτομο Βιογραφικό Λεξικό. Αθήνα, Μέτρον, 1998. .
| ||||||||||
Κάτι που έμεινεΗ ώριμη στιγμή του χωρισμού Μας πρόφτασε βιαστικά Φορέσαμε κι οι δυο από ένα χαμόγελο Ελέγχαμε τις χειρονομίες μας Και ξεφυλλίζαμε Τις μέρες που θα 'ρθουν Βέβαια Ήταν άσχημο να το συλλογιστώ Πως τα χέρια μου Δεν θα τύλιγαν πια Τις γραμμές του κορμιού της Άνοιξε την τσάντα Και μου επέστρεψε δυο βιβλία Ένα κίτρινο πουκάμισο Και μιαν αλυσίδα Λοιπόν Τώρα δεν έχω πια τίποτα δικό σου Και συ νομίζω δεν έχεις τίποτα δικό μου Δεν απάντησα Μου έσφιξε τα χέρια Κι απομακρύνθηκε Δεν έχεις πια τίποτε δικό μου Κι όμως Τη θύμησή της Τη δίπλωσα προσεχτικά Και την κρατώ ακόμα Αναζήτηση Απόψε βασανίστηκαν και πάλι οι αρχαίες μνήμες απόψε εξαντλήθηκαν οι τελευταίες αναμονές η νύχτα καταθλιπτικά γέρνει απάνω στις ψυχές μας κι εμείς του κάκου ψάχνουμε μιαν ήλιου αναλαμπή μονάχοι ολομόναχοι στα ρίγη του χειμώνα ζητήσαμε λίγη ζεστασιά σε σκορπισμένες στάχτες χάσαμε καθρεφτίσματα σε λαμπερά φευγάτα μάτια ψάχνουμε είδωλα νεκρά σε λίμνες πόχουν στερέψει όλα μας άφησαν γοργά: τα πεύκα οι αμμουδιές τ' ανέμου τα σφυρίγματα τα χάδια οι επάλξεις... Κι όμως το ξέρουμε καλά προτού να ξημερώσει: Θα ξαναγεννηθούν οι αναμονές οι ελπίδες θα πληθαίνουν. Εισβολή Οι στρατιώτες φεύγαν σκυφτοί με σπασμένες τριάδες Από τα δυτικά προάστια της χώρας Γυναίκες με μπόγους στους ώμους Αστοί φορτωμένοι χρυσάφι και τρόμο Τα βαπόρια σφυρίζαν με απόγνωση Οι επιβάτες συνωθούνταν χλομοί και αμφίβολοι Το λιμάνι καιγόταν σσν δέντρο Χριστουγέννων Αλλόφρονες δρόμοι Ανοχύρωτη πόλη ψιθύριζαν κηρύχτηκε ανοχύρωτη Το βράδυ φύσηξε μια ορφανή πειθαρχία Συναχτήκαμε σε σπίτια συγγενικά Κι ακούγαμε τις ανατινάξεις να κλυδωνίζουν Τα ξάρτια της νύχτας Πλαγιάσαμε κατόπι σ’ ένα πέτρινο μεταίχμιο Πληγώσαμε τη σκέψη Κάναμε υποθέσεις Μπροστά σ’ ένα γρίφο με αυστηρή θωριά Αλήθεια πώς θα ξημερωνόμασταν Κανένας δε φαντάστηκε Κανένας δε μάντεψε Κανένας Η μέρα πουλήθηκε το άλλο πρωί στις οχτώ Μα δε φρόντισε κανείς να παραχώσει λίγον ήλιον στο χώμα Το γέλιο στέγνωσε Τ’ αστέρια σκουριάσαν Τα δάχτυλα λιγοστέψαν Στην καρδιά μας απλώθηκε ένας κάκτος Νιώθαμε μόνοι τόσο μόνοι Λες και μας αρνήθηκε μια γυναίκα Μια γυναίκα πικρή Μια γυναίκα ακατάληπτη Μια γυναίκα που χαμογελούσε Κι όμως ψιθύριζε ανελέητα Το όχι. Όταν στους δρόμους Όταν στους δρόμους βροντούσαν τα τύμπανα Οι επιστροφές σκοτώναν τις ελπίδες Κρατώ το χέρι σου μες στο σκοτάδι Και προχωρώ Εσύ και δυο άστρα που επιζήσαν Οι μόνοι μου συνοδοί Τα σχέδια που δεν πρόφτασα να χαράξω Κι οι φαντασίες του σύννεφου στο ηλιοβασίλεμα Σημαδεύουν την αρνητική πορεία Δεν μένει παρά να πλαγιάσουμε στον κάμπο Και ν' αγαπήσουμε το πρώτο μαρτολούλουδο που δεν έκοψες Αυτοί που μας αγάπησαν πεθάναν πριν μας μισήσουν Αυτούς που θ΄αγαπούσαμε τους υπόταξε η λογική Παιδιά σαν ήμασταν δεν παίξαμε ποτέ Έφηβοι δεν κλάψαμε Σαν γίναμε άντρες λησμονήσαμε το γέλιο Πώς θέλετε να πάψουμε να νοσταλγούμε Καθισμένη στα βράχια δαγκώνεις πικρόριζες Κι ένας αγέρας επιβίωσης φυσάει απ' τις σχισμές των ματιών σου Έχω το φέρσιμο των σκοτωμένων Άγγλων ποιητών που τους διάβασα στα βιβλία Συλλογίζομαι αυτούς που έφυγαν από κοντά μας σιωπηλά και με διάκριση τόση Άλλοι χάθηκαν σε πλοία ναυαγισμένα άλλοι αφανίστηκαν από σιβυλλικές ασθένειες άλλοι δολοφονήθηκαν Ζούμε στη βασιλεία της διασποράς Η κάθε μέρα και μια εφήμερη προέκταση Κάθε βράδυ οι εραστές ζητούν απόμερες γωνιές Κάθε άνθρωπος ανακαλύπτει κάποτε το αδύνατο ενός γυρισμού Κι όμως δεν αντιστέκεται αποκτά συνήθειες Διασταυρώνει το σπέρμα του με καινούργιες γυναίκες Υποβάλλει τη μνήμη του σε συνεχή αφαίρεση Και τέλος φεύγει από κοντά μας Όταν στους δρόμους ξαναβροντήσουν τα τύμπανα Θα ξεριζώσω τη φωνή μου Και θ' αγαπήσω δυο φορές το σχήμα της σιωπής σου. Προσωπείο Δεν έδειχνε σε κανέναν το τραύμα του Αναπηρία προχωρημένου βαθμού Κι ωστόσο υπεράνω πάσης υποψίας Τις νύχτες άνοιγε μυστικά συρτάρια Άπλωνε μέλη τεχνητά στον καθρέφτη Συναρμολογούσε ηλικίες χαμόγελα Το πρωί αναστέναζε νικημένος Αποσυρόταν Κάποτε θ' ανακάλυπταν ήταν επόμενο την αδυναμία του Ασυμβίβαστη άλλωστε προς το επάγγελμά του Ήταν εκτιμητής του χρόνου. ΠίστηΞέραμε πως θα ’ρχόταν μια μέραΠου θα φιλιόμαστε όλοι στους δρόμους Που οι παπαρούνες θα σαλεύαν ελεύθερες στον άνεμο Που τα βράδια θα πέφταν αργά γεμάτα καλοσύνη. Κι όμως η πίστη ποτέ δεν ξεφτούσε Τις κατάμαυρες νύχτες Κλεισμένοι στα σπίτια μας Ακούγαμε τις τουφεκιές στους δρόμους Να τρυπανίζουν την παρθένα ερημιά Και τ’ άγουρα παλικάρια Μπροστά στις μπούκες που θα ξερνούσαν το θάνατο Τραγουδούσαν έχε γεια καημένε κόσμε Και πασπαλίζαν τα πρόσωπά μας Οι στάχτες της καμένης Κλεισούρας Και οι οιμωγές του Χορτιάτη Και χαρίζαμε τις ελπίδες μας Στους αξούριστους άντρες Που με τα κοντάκια τους χτίζαν τη λευτεριά Και γράφαμε τότε την παράφορη οργή μας στους τοίχους Έτσι Ο ήλιος φαινόταν άρρωστος Τα μικρά παιδιά δεν γελούσαν Οι φάμπρικες στέκαν θλιμμένες Όμως εμείς ξέραμε καλά Πως θα έφτανε η μέρα εκείνη Που ελεύθερες θα σάλευαν οι παπαρούνες στον άνεμο | ||||||||||
Κραυγή δέκατη Πέμπτη Μιλάω με σπασμένη φωνή/ δεν εκλιπαρώ τον οίκτο σας Μέσα μου μιλούν χιλιάδες Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού, σειώντας σπαθιά Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ’ ουρανού Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε η βροντή της Η γενιά μου καταδιώχτηκε σα ληστής Σύρθηκε στο συρματόπλεγμα Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πεθαίναν στα νοσοκομεία Κραύγαζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά αποσπάσματα Τα χέρια τους ήταν μαγνήτες Τρώγαν πικρό ψωμί, καπνίζαν εφημερίδες Ζητώντας ευλαβικά μια θέση σ’ αυτήν τη γη Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ριζώσαν Άδικα προσπαθείτε δε θα ξεριζωθούν ποτέ Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια Τώρα τα καταλάβαμε όλα Καταλάβαμε τη δύναμή μας/ και για τούτο μιλώ Με σπασμένη φωνή που κλαίει Κάθε φορά στη θύμησή τους | ||||||||||
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου